Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Το θεμελιώδες δικαίωμα των προσώπων στην ασφάλεια. Έννοια περιττή ή επικίνδυνη, ΔτΑ 32/2006

Το θεμελιωδεσ δικαίωμα των προσωπων στην ασφάλεια: έννοια περιττή ή επικίνδυνη;
                                                                        Ιφ. Καμτσίδου
                                                                Επ. καθηγήτρια του Νομικού Τμήματος ΑΠΘ

Ι. Ασφάλεια των προσώπων και δημόσια ασφάλεια και τάξη. Μια παλιά και θυελλώδης σχέση.
     Το πρόβλημα της ασφάλειας του προσώπου έχει μακρά ιστορία και συνεκτική συνταγματική αντιμετώπιση. Στην νεωτερικότητα συνδέεται κατ’ αρχήν με την ανάδυση και τις βασικές λειτουργίες του κράτους και αργότερα με την μετεξέλιξη του σε δημοκρατικά οργανωμένη, νόμιμη και νομιμοποιημένη μορφή εξουσίας.
Όταν οι πύργοι και τα τείχη που ήταν η εμφανής πηγή της εξουσίας[1] έπαυσαν να αποτελούν αποτελεσματική εγγύηση για την ασφάλεια των προσώπων και των αγαθών, η ισχύς των φεουδαρχών αποδυναμώθηκε και μια νέα μορφή πολιτικής οργάνωσης άρχισε να διαμορφώνεται: το κράτος, που με τον ισχυρό στρατό του και την κεντρική αυθεντία του διασφάλιζε τόσο την απόκρουση των εξωτερικών εχθρών, όσο και την εσωτερική ευταξία. Η ασφάλεια των μελών του κοινωνικού συνόλου υπήρξε, λοιπόν, ένας από τους πρωταρχικούς λόγους γέννησης του κράτους και παραμένει μέχρι σήμερα ένας βασικός παράγοντας νομιμοποίησης της εξουσίας του. Το αίτημα να μην αποτελεί η κοινωνία μια απλή συνάρθρωση των οικονομικών, οικογενειακών και θρησκευτικών δυνάμεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της, να μην επιτρέπει στην βία να ρυθμίζει την εξέλιξη της οδήγησε στην εμπέδωση της κρατικής εξουσίας ωςδύναμης κοσμικής, απρόσωπης και υπέρτατης[2]. Με άλλα λόγια, η ανάγκη διασφάλισης της ασφάλειας των προσώπων γέννησε μια εξουσία που αναγνωρίστηκε ως ο μόνος νόμιμος φορέας του καταναγκασμού, υλικού και συμβολικού.
Ωστόσο, η ανάθεση της ακαταγώνιστης εξουσίασης στο κράτος δεν υπήρξε απροϋπόθετη. Ήδη, στα τέλη του 15ου αιώνα γινόταν προσπάθεια να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της βασιλείας ως αρμοδιότητας[3], δηλαδή ως νομικά δεσμευμένης και οριοθετημένης εξουσίας, ενώ η εμφάνιση της δημοκρατικής θεώρησης της πολιτείας κατέδειξε τις σχέσεις που –πρέπει να- αναπτύσσονται ανάμεσα στην δημόσια τάξη και ασφάλεια, στην ασφάλεια των προσώπων, και στις ελευθερίες τους: ως ratio ύπαρξης της πολιτείας αναγνωρίζεται η ασφάλεια των προσώπων, ασφάλεια που προϋποθέτει, αλλά ταυτόχρονα εγγυάται την ελευθερία τους. «Πως όμως [οι άνθρωποι] θα την αγαπήσουν εάν η πατρίδα … τους παρέχει μόνο όσα δεν μπορεί να αρνηθεί σε κανέναν; Θα ήταν ακόμη χειρότερο εάν δεν απολάμβαναν ούτε την ασφάλεια της κοινωνίας και η περιουσία η ζωή τους ή η ελευθερία τους επαφίεντο στο έλεος των ισχυρών χωρίς να μπορούν ή να τους επιτρέπεται να επικαλεστούν τον νόμο…. Η ασφάλεια των ατόμων συνδέεται με τέτοιο τρόπο με τον δημόσιο δεσμό, ώστε χωρίς τον σεβασμό που οφείλεται στην  ανθρώπινη αδυναμία, η σύμβαση αυτή θα διαλυόταν αυτοδικαίως εάν στο κράτος αφανιζόταν έστω και ένας πολίτης που θα μπορούσε να είχε βοηθηθεί˙ εάν έστω και ένας παρέμενε άδικα στη φυλακή και εάν έστω και μια δίκη χανόταν με καταφανή αδικία (η υπογράμμιση δική μου)»[4]
      Σύμφωνα με τα παραπάνω, στα φιλελεύθερα και, με μεγαλύτερη έμφαση, στα δημοκρατικά πολιτεύματα, το πρόβλημα της ασφάλειας του προσώπου συνδέθηκε, σε συνταγματικό επίπεδο, με την υιοθέτηση ρυθμίσεων  που προστατεύουν το άτομο από αυθαίρετες κρατικές παρεμβάσεις στο πεδίο της προσωπικής του ελευθερίας. Υπενθυμίζεται σχηματικά, ως αυτονόητο, ότι το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα (άρθρα 5 παρ. 3 και 6 Συντ.) περιλαμβάνει μια σειρά από διαδικαστικές και ουσιαστικές εγγυήσεις, που δεν επιτρέπουν την -προσωρινή έστω- στέρηση της προσωπικής ελευθερίας χωρίς την ύπαρξη νόμου που να την προβλέπει και να εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος και χωρίς αιτιολογημένη πράξη δικαστικού οργάνου[5]. Ακόμη, τα άρθρα 8 και 20 παρ. 1 Συντ. αποτελούν γενικότερες εγγυήσεις της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας[6]. Η συνταγματική διαρρύθμιση της ασφάλειας του προσώπου, λοιπόν, εκφράζει, και στην ελληνική συνταγματική τάξη όπως και σε όλα τα ευρωπαϊκά πολιτεύματα, την γενικότερη αντίληψη ότι η κρατική εξουσία, παρ΄ότι εγγυάται την ειρηνική συμβίωση των κοινωνών, αποτελεί μια από τις κυριότερες πηγές διακινδύνευσης της ελευθερίας των προσώπων: το κράτος, έχοντας ως πρωταρχικό σκοπό την διαφύλαξη της ίδιας της ύπαρξης του, την συντήρηση και προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, βρίσκεται σε μια εγγενή αντιπαράθεση προς την ελευθερία των προσώπων[7], αντιπαράθεση που με την σειρά της καθορίζει μια από τις βασικές αποστολές του συνταγματικού δικαίου. Το τελευταίο, καθώς αναλαμβάνει να οργανώσει την δημοκρατική πολιτεία, καλείται να μεριμνήσει για την διαφύλαξη της δημόσιας τάξης με τρόπο που η επιδίωξη του στόχου αυτού να μην αποτελεί πηγή απειλών για τις ελευθερίες των προσώπων: «Επίτευξις ισορροπίας μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας: ιδού το φλέγον ζήτημα της εποχής μας» έγραφε ο Α.Μάνεσης ήδη πριν από 40 χρόνια.[8]
Βέβαια, στα κράτη πρόνοιας η έννοια της ασφάλειας των μελών του κοινωνικού συνόλου εμπλουτίστηκε, καθώς συνταγματικά προστατευόμενο αγαθό δεν αποτελούσε μόνον η δυνατότητα ατομικού και συλλογικού αυτοπροσδιορισμού τους, αλλά και η ευχέρεια τους να αναπτύσσουν την προσωπικότητα τους προστατευμένοι από το ενδεχόμενο επέλευσης των βασικών κινδύνων, δηλαδή του κινδύνου της ασθένειας, του θανάτου, της ανεργίας, της εγκυμοσύνης. Στο παραπάνω πλαίσιο, η αντιπαράθεση ασφάλειας και ελευθερίας «ανανεώθηκε» και οι όροι της διαφοροποιήθηκαν. Πραγματικά, η ανάπτυξη των συνταγματικά θεμιτών, αλλά και κοινωνικά επιθυμητών πολιτικών, που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση της προνοιακής αποστολής του κράτους θίγουν σε ορισμένες περιπτώσεις την απόλαυση των ελευθεριών[9], ενώ τείνουν να ενισχύσουν τον πατερναλιστικό χαρακτήρα των σχέσεων κράτους και κοινωνίας[10]. Πάντως, παρ΄ ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας των προνοιακών πολιτικών φάνηκε να θεμελιώνει μια αξιολογική προτεραιότητα της ασφάλειας –με την νέα έννοια της- έναντι της ελευθερίας, η δημοκρατική παράδοση του ευρωπαϊκού συνταγματισμού οδήγησε στην διαμόρφωση μιας νέας ισορροπίας: το κράτος δικαίου παρέμεινε το όριο των προνοιακών πολιτικών της πολιτείας[11], η οποία εφαρμόζοντας τις δημοκρατικά νομιμοποιημένες επιλογές της οφείλει να σέβεται τις συνταγματικά προστατευόμενες ελευθερίες των προσώπων.
Οι νεκροί του Μανχάταν και της Μαδρίτης έφεραν εκ νέου στο προσκήνιο το πρόβλημα των σχέσεων ασφάλειας και ελευθερίας. Η δημοκρατική πολιτεία φαίνεται έκθετη και αδύναμη απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα, που είτε στην «καθημερινή» του διάσταση (διάδοση ναρκωτικών κλπ) είτε στις πιο «ριζοσπαστική» εκδοχή του, την τρομοκρατία, απειλεί την ασφάλεια μεγάλου αριθμού πολιτών και κλονίζει την υπόσταση της πολιτείας. Παράλληλα, η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η παγκοσμιοποιούμενη αγορά αποτελούν πηγές διαρκώς ανανεούμενων κινδύνων, καθώς τόσο η πολιτική εξουσία, όσο και οι ιδιώτες μπορούν εύκολα να θίξουν την ιδιωτικότητα, την προσωπικότητα, την ίδια την βιολογική υπόσταση των προσώπων[12]. Στο περιβάλλον αυτό, η ασφάλεια –δημόσια και προσωπική- διεκδικεί θεσμική και πολιτική προτεραιότητα έναντι της ελευθερίας  των προσώπων. Έτσι, αρκετά σύγχρονα νομοθετήματα αποτελούν εκδήλωση ανατροπής της σχετικής ισορροπίας που είχε εγκατασταθεί  στα ευρωπαϊκά κράτη[13], ενώ οι κρατικές και οι διεθνείς πολιτικές αποκτούν νέες στοχεύσεις ασφάλειας, που επηρεάζουν τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενο τους[14].
Τούτη, όμως, η εξέλιξη δεν αντιμετωπίζεται ως επαρκής εγγύηση της ασφάλειας των προσώπων. Επιπλέον, εμφανίζεται το αίτημα να αναγνωριστεί είτε ερμηνευτικά είτε με συνταγματικές μεταρρυθμίσεις συνταγματικό δικαίωμα στην ασφάλεια, δικαίωμα που άλλοι το χαρακτηρίζουν ατομικό και άλλοι το παρομοιάζουν με τα κοινωνικά δικαιώματα. Το δικαίωμα αυτό προορίζεται, από όσους το ευαγγελίζονται, να θεμελιώσει αξίωση κατά του κράτους να λαμβάνει όλα εκείνα τα μέτρα –κανονιστικά, αστυνομικά και άλλα- που θα εξασφαλίζουν την αποτελεσματική προστασία των προσώπων από τους κινδύνους που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ζωή, την σωματική ακεραιότητα, την υγεία και την ησυχία τους. Με αυτό το περιεχόμενο, ένα θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια φαίνεται να ολοκληρώνει τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα των σύγχρονων κρατών και, παρά την περιορισμένη πρακτική του σημασία[15], να εντάσσεται ευχερώς τόσο στο εθνικό[16] όσα και στα διεθνή συστήματα προστασίας των ελευθεριών. Εξ άλλου, στην αναγνώριση του μπορεί να αποδοθεί ένας σημαίνων συμβολισμός, που από μόνος του θα αρκούσε για να νομιμοποιήσει την θεσμική κατοχύρωση του. Ωστόσο, η κατάφαση της αναγκαιότητας ή έστω της χρησιμότητας ενός ατομικού δικαιώματος στην ασφάλεια δεν επιτρέπεται να αγνοεί την δυναμική,  που αυτό θα τείνει να αναπτύξει σύμφωνα με την νομική φύση και το περιεχόμενο του.

2. Η αναζήτηση της νομικής φύσης και της συνταγματικής θεμελίωσης του δικαιώματος στην ασφάλεια.
Εάν στα φιλελεύθερα πολιτεύματα, το ατομικό δικαίωμα στην ασφάλεια προσδιορίζεται μέσα από τις συνταγματικές εγγυήσεις που αποτρέπουν τις αυθαίρετες κρατικές επεμβάσεις στο πεδίο της προσωπικής ελευθερίας, το περιεχόμενο του εύκολα θα μπορούσε να εμπλουτιστεί με την αναγνώριση στον καθένα της ευχέρειας να προβαίνει σε επιλογές που θα του εξασφαλίζουν προστασία από τους σύγχρονους κινδύνους π.χ. να θωρακίζει την κατοικία ή το αυτοκίνητο του, να κυκλοφορεί με το μετρό ή με το λεωφορείο ή να μην κυκλοφορεί καθόλου. Μια τέτοιου είδους ατομική ελευθερία αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αυτονομίας του προσώπου και στην ελληνική συνταγματική τάξη θα εύρισκε έρεισμα στο άρθρο 5 παρ. 3 και επικουρικά σε άλλες συνταγματικές διατάξεις (5 παρ.1, 9 παρ.1, 17 Συντ.).
Η παραπάνω διασάφηση του περιεχομένου της προσωπικής ασφάλειας δεν φαίνεται να ικανοποιεί τις ανάγκες της εποχής. Πληθαίνουν οι φωνές που υποστηρίζουν, ότι η ποιότητα των σύγχρονων κινδύνων, οι ποικίλες διακινδυνεύσεις και τα ρίσκα που αναπτύσσονται, επηρεάζουν τόσο σημαντικά την κοινωνική  εξέλιξη[17], ώστε να δικαιολογείται αλλαγή παραδείγματος στις κοινωνικές επιστήμες[18]. Η αλλαγή αυτή σηματοδοτείται στην συνταγματική επιστήμη και με την αναγνώριση ενός θεμελιώδους δικαιώματος στην ασφάλεια που θεμελιώνει αξίωση για θετικές ενέργειες του Κράτους, κατά κυριολεξία αξίωση για καταστολή της εγκληματικής βίας[19]. Στην γερμανική θεωρία το δικαίωμα αυτό εντάσσεται στο statuspositivuslibertatis και με τον τρόπο αυτό διακρίνεται τόσο από τα κλασσικά ατομικά, όσο και από τα κοινωνικά δικαιώματα που διαθέτουν ως περιεχόμενο την αξίωση για παροχή. Στο πλαίσιο του ελληνικού πολιτεύματος αναζητείται η συνταγματική θεμελίωση του στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 2και 5 και 17 Συντ., θεμελίωση που προσδίδει επίσης στο δικαίωμα θετικό περιεχόμενο και προσεγγίζει –χωρίς πάντως να ταυτίζει- την νομική φύση του με αυτή των κοινωνικών δικαιωμάτων[20]. Αξίζει να σημειωθεί, ότι για την θεμελίωση του δικαιώματος γίνεται προσπάθεια ερμηνευτικής αξιοποίησης της ενδιαφέρουσας νομολογίας για την αστική ευθύνη του κράτους στις περιπτώσεις, όπου οι αστυνομικές αρχές δεν έλαβαν τα αναγκαία –κατά την κρίση του δικαστηρίου- μέτρα για την προστασία απειλούμενων δικαιωμάτων, κυρίως της ιδιοκτησίας[21].
Από μια άλλη οπτική, η νομολογία αυτή συνδέεται με την ρύθμιση  του άρθρου 25 παρ. 1 Συντ., που επιτάσσει όλα τα κρατικά όργανα να διασφαλίζουν την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και στην σχετική κρατική υποχρέωση αντιστοιχείται «αναγκαίως τώρα και κατά τη φύση του πράγματος»[22] το δικαίωμα των πολιτών στην ασφάλεια. Στην εκδοχή αυτή, πρόκειται για ατομικό δικαίωμα, με θετικό πάντοτε περιεχόμενο.
Η παραπάνω προσπάθεια διαθέτει πραγματικό ενδιαφέρον, καθώς στοχεύει να δώσει πρακτικές απαντήσεις σε ένα πρόβλημα με μεγάλη κοινωνικοπολιτική σημασία. Δεν είναι, όμως αναντίλεκτη. Πραγματικά, εφόσον γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα στην ασφάλεια εξαντλείται στην «εξουσία» των πολιτών να απαιτούν από το κράτος την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και την διατήρηση της ευταξίας, στην περίπτωση αυτή η αναγνώριση του εμφανίζεται εκ πρώτης όψεως ως περιττή[23], εύκολα όμως μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη. Η δημόσια τάξη, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί συστατικό στοιχείο του δημόσιου δεσμού που συνέχει τις νεωτερικές (τις ύστερες όπως και τις πρώιμες) δημοκρατίες και η εξυπηρέτηση της αποτελεί έναν συνταγματικό στόχο[24]Η τήρηση της δημόσιας τάξης είναι, συνεπώς, ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό ζήτημα, στο βαθμό που τα μέτρα για την αποτροπή των κινδύνων ή γενικότερα για την μείωση της αβεβαιότητας αποτελούν αντικείμενο συλλογικών αποφάσεων, ανάγονται στην διαχείριση των κοινών υποθέσεων. Τούτο, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι αποφάσεις αυτές βρίσκονται εκτός δικαίου, το αντίθετο μάλιστα. Οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται στο πλαίσιο που καθορίζουν οι οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος και συναντούν, άλλοτε ως όριο και άλλοτε ως στόχο τους, τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, τα έννομα αγαθά των μελών του κοινωνικού συνόλου.
Η αναγνώριση ενός θεμελιώδους δικαιώματος των προσώπων στην ασφάλεια, ακόμη και όταν σε αυτό προσδίδεται επικουρικός χαρακτήρας, μεταθέτει το πρόβλημα της ασφάλειας από την δημόσια στην ιδιωτική σφαίρα. Έτσι, το δικαίωμα αυτό επιτρέπει στον φορέα του να συνδέει τα ζητήματα της ευταξίας και της κοινωνικής ησυχίας πρωτίστως με τις συνθήκες που εξασφαλίζουν την κατά την εκτίμηση του βέλτιστη απόλαυση των ελευθεριών και δικαιωμάτων του. Η συζήτηση, δηλαδή, για τα μέτρα που θα επιδιώκουν την κοινωνική ειρήνη πραγματοποιείται με όρους ατομικής ωφέλειας και όχι προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας.
Η μετεξέλιξη αυτή έχει μια περαιτέρω συνέπεια: η αναγωγή σε ένα δικαίωμα στην ασφάλεια μεταβάλλει, στην πράξη, την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατικών οργάνων στο ζήτημα της τήρησης της δημόσιας τάξης. Κατ’ αρχήν διευρύνει την εξουσία των οργάνων της διοίκησης και ιδιαίτερα των κατασταλτικών μηχανισμών, που θα καλούνται όχι μόνο να αποτρέπουν τις προσβολές συγκεκριμένων έννομων ή συνταγματικών αγαθών, αλλά να προλαμβάνουν την επέλευση κινδύνων ικανών να διαταράξουν την ασφάλεια των προσώπων, να διαγιγνώσκουν απειλές, να ανατρέπουν τις αναμενόμενες αρνητικές επιπτώσεις των κοινωνικών ρίσκων. Η έκταση της αστυνόμευσης που θα απαιτεί αυτή η αποστολή δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί και να περιοριστεί.
Επιπλέον, το δικαίωμα στην ασφάλεια ενισχύει την δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης των αξιώσεων που απορρέουν από αυτό, ακόμη και όταν η ικανοποίηση τους προϋποθέτει  θετική παρέμβαση της πολιτείας. Έτσι, είναι ο δικαστής που καλείται να εξασφαλίσει εντέλει τον σεβασμό του δικαιώματος στην ασφάλεια˙ με άλλα λόγια, ο δικαστής οφείλει εκτός από την αποκατάσταση της ζημίας που επέφερε η προσβολή συγκεκριμένων συνταγματικών αγαθών, να αποκαταστήσει και μια βλάβη που θα αποδίδεται στην απομείωση των συνθηκών ασφάλειας του καθενός αιτούντα. Προκειμένου να το πράξει, θα είναι υποχρεωμένος να σταθμίσει[25] το δικαίωμα στην ασφάλεια του διαδίκου με όποιες από τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των υπόλοιπων μελών του κοινωνικού συνόλου θα διακυβεύονται στην επίδικη περίπτωση. Με τον τρόπο αυτό, το δικαίωμα στην ασφάλεια ενός προσώπου βρίσκεται  εν δυνάμει αντιμέτωπο με τα δικαιώματα έκφρασης, συνάθροισης, επικοινωνίας, ιδιωτικότητας, ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας κ.α ομάδας συμπολιτών του που μπορεί να συγκροτείται από μικρό αριθμό προσώπων, αλλά εξίσου πιθανόν και από το σύνολο του πληθυσμού της χώρας[26]. Μια τέτοια στάθμιση, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, διαστέλλει τον ρόλο του δικαστή και, εισάγοντας στον συλλογισμό του εκτιμήσεις σκοπιμότητας[27], μπορεί να μεταβάλλει την λειτουργία του. Οι παραπάνω επιφυλάξεις ενισχύονται από την ερμηνευτική λειτουργία που αναμένεται να αναπτύξει ένα θεμελιώδες δικαίωμα του προσώπου στην ασφάλεια.
3. Η ερμηνευτική λειτουργία του θεμελιώδους δικαιώματος στην ασφάλεια.
 Έχοντας ουσιαστικά ως αντικείμενο την προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των προσώπων, το δικαίωμα στην ασφάλεια εύκολα θα μετατραπεί ερμηνευτικά σε υπερδικαίωμα που θα τείνει, σταθμιζόμενο με τις υπόλοιπες ελευθερίες, να τις παραμερίσει[28]. Αν η πλούσια νομολογία σχετικά με το άρθρο 5 παρ. 1 Συντ. στην ελληνική συνταγματική πράξη δεν αρκεί να στηρίξει την παραπάνω υπόθεση, η νομολογία του BVG σχετικά με την άμβλωση θεμελιώνει επαρκώς τους σχετικούς φόβους. Αναγνωρίζοντας ότι το άρθρο 2 παρ. 2 εδ. 1 του Θεμελιώδους Νόμου κατοχυρώνει ατομικό δικαίωμα στη ζωή[29], το συνταγματικό δικαστήριο δεν δίστασε να παρακάμψει την ελευθερία στην άμβλωση, μια ελευθερία που από τις περισσότερες ευρωπαϊκές συνταγματικές τάξεις αναγνωρίζεται ως «απρόσβλητη και αυστηρά προσωπική»[30].
Έτσι και η κατοχύρωση ενός συνταγματικού δικαιώματος στην ασφάλεια θα αναπτύσσει ανάλογη λειτουργία. Κατ΄ αρχήν, το ζήτημα τίθεται σε επίπεδο ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Η νομοπαραγωγή για την αντιμετώπιση της σύγχρονης εγκληματικότητας διαρκώς αυξάνεται και οι εντάσεις που προκαλούνται ανάμεσα στα νέα νομοθετήματα και σε σημαντικά συνταγματικά δικαιώματα και αγαθά είναι έντονες[31]. Μέχρι σήμερα, η αξιολόγηση της συνταγματικότητας του παραπάνω νομοθετικού πλαισίου πραγματοποιείται με την αντιπαράθεση, την στάθμιση των θιγόμενων συνταγματικών ελευθεριών και του συνταγματικού στόχου της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, δηλαδή πρόκειται για μια ερμηνευτική διεργασία που θέτει ενώπιον της τις ελευθερίες ως κανόνες με αυξημένη νομικοπολιτική σημασία και το «μη επιτακτικό» πρόταγμα[32] διασφάλισης της δημόσιας τάξης. Το δικαίωμα στην ασφάλεια θα τείνει αναπότρεπτα να αποτελέσει το συνταγματικό θεμέλιο καθενός νομοθετήματος με το οποίο θα εντείνονται τα μέτρα ασφάλειας (π.χ. της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας), ένα θεμέλιο ισόκυρο και ίσης θεσμικής βαρύτητας με τις λοιπές διακυβευόμενες ελευθερίες και εύκολα να μεταβάλλει τους όρους και τα κριτήρια ελέγχου της συνταγματικότητας του σχετικού νομοθετικού πλαισίου. Ακόμη σε περίπτωση αναγωγής στο Σύνταγμα στο πλαίσιο μιας ιδιωτικής διαφοράς και στάθμισης ελευθεριών (π.χ. αντιδικία με αφορμή την ηλεκτρονική παρακολούθηση χώρου εργασίας σημαντικού αριθμού προσώπων) το δικαίωμα στην ασφάλεια, καθώς εμφανίζεται ως προϋπόθεση για την απόλαυση των υπόλοιπων συνταγματικών δικαιωμάτων[33], θα παραμερίζει με ευκολία τα τελευταία.
Επιπλέον, εντασσόμενο στο πεδίο του αυτοπροσδιορισμού, το ατομικό δικαίωμα στην ασφάλεια διασφαλίζει στους φορείς του την δυνατότητα να προσδιορίζουν αυτοίατομικά ποιοι όροι, ποιες πραγματικές συνθήκες είναι αναγκαίοι για την απόλαυση του.  Έτσι, για παράδειγμα, στις μεγαλουπόλεις οι κάτοικοι μιας συνοικίας θα έχουν την νόμιμη ευχέρεια, εφόσον τα οικονομικά τους το επιτρέπουν, να εγκαταστήσουν μεθόδους ελέγχου (κάμερες, ιδιωτικούς αστυνομικούς κλπ) στα όρια της γειτονιάς τους ή και να απαγορεύουν σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες την πρόσβαση σε αυτή. Αντίστοιχα, οι ένοπλες περιπολίες των κατοίκων στα συνοριακά χωρία ή σε αραιοκατοικημένα θέρετρα θα αποκτήσουν συνταγματικό θεμέλιο. Όσοι σήμερα μέμφονται το κράτος για ελλειπή ασφάλεια, θα έχουν το δικαίωμα να λάβουν τα μέτρα που εκείνοι θεωρούν αναγκαία για την ησυχία τους και να «αντιμετωπίσουν» κάθε μετανάστη, κακοντυμένο ή γενικά ανεπιθύμητο που εισέρχεται στην «επικράτεια» τους.
Τέλος, μετατρέποντας την κοινωνική ειρήνη σε ιδιωτική υπόθεση, το ατομικό δικαίωμα, αλλοιώνει όχι μόνον την έννοια και τη φύση της, αλλά επηρεάζει άμεσα την κατανόηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών στο σύνολο τους[34]. Όπως προαναφέρθηκε, η ανάπτυξη των συνταγματικών ελευθεριών στα νεωτερικά πολιτεύματα δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το πρόβλημα των σχέσεων που αυτές αναπτύσσουν με την δημόσια τάξη και ασφάλεια. Και τούτο, όχι μόνο επειδή η ευταξία που διαμορφώνεται μέσα από την δημόσια τάξη, αποτελεί προϋπόθεση για την απρόσκοπτη απόλαυση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών από όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Αλλά και για τον ακόλουθο λόγο: εάν το αίτημα για αυτοκαθορισμό –ατομικό ή συλλογικό- που απορρέει από τις συνταγματικές ελευθερίες, μπορεί να ικανοποιηθεί μέσα από την υποκειμενική ή συγκεκριμένη διάσταση καθεμιάς ελευθερίας, το αίτημα για ίση απόλαυση της από όλους τους εν δυνάμει φορείς της εγκαλεί την ρυθμιστική παρέμβαση της πολιτείας[35]. Έτσι, ενδεικτικά, η οικονομική ελευθερία παρέχει στα οικονομικά υποκείμενα τη δυνατότητα να αποκρούσουν αυθαίρετες κρατικές παρεμβάσεις στο πεδίο της ατομικής δραστηριότητας τους, η εγγύηση, όμως, της ελευθερίας αυτής σε αφηρημένο επίπεδο, η διασφάλιση της ενάσκησης της από όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου πραγματώνεται μέσω του οικείου νομοθετικού πλαισίου (νόμος περί αθεμίτου ανταγωνισμού κλπ.). Με τον τρόπο αυτό, η ικανοποιητική προστασία καθεμιάς ελευθερίας συναρτάται με την εξισορρόπιση των επιμέρους αξιώσεων των δικαιωματούχων μέσω των επιταγών που απορρέουν από το σχετικό –δημόσιας τάξης- νομοθετικό πλαίσιο, που ρυθμίζει την απόλαυση της ελευθερίας στο σύνολο της.
Η αναγνώριση θεμελιώδους δικαιώματος στην ασφάλεια θέτει σε κίνδυνο την παραπάνω ισορροπία. Πραγματικά, μια τέτοια θεσμική μεταβολή μετατρέπει το ζήτημα της ασφάλειας σε πρόβλημα αντιπαράθεσης των δικαιωματούχων ιδιωτών, που, «οχυρωμένοι» πίσω από τα συνταγματικά τους δικαιώματα, θα διεκδικούν την ικανοποίηση των αξιώσεων τους. Η συνέπεια αυτή στους όρους επικοινωνίας μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου δεν είναι αμελητέα: ο νόμος, με την κατασκευή αυτή, παύει να διαθέτει προτεραιότητα στην ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των φορέων των δικαιωμάτων και την θέση του καταλαμβάνει η διοίκηση και κυρίως ο δικαστής, που θα καλείται να επιλύσει τις σύγκρουση «δικαιωμάτων», με εργαλεία συχνά αβέβαια. Με άλλα λόγια, καθένας φορέας του δικαιώματος θα μπορεί να προβάλλει την ατομική του αντίληψη σχετικά με το ποια είναι τα αναγκαία μέτρα για την διαμόρφωση και την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης και η αντίληψη του αυτή  θα διεκδικεί την ικανοποίηση της ακόμη και εις βάρος των κανόνων δημόσιας τάξης, κανόνων με δημοκρατική καταγωγή και νομιμοποίηση, που επιδιώκουν την ευταξία και την εγγύηση των ελευθεριών στο σύνολο τους.
Με τον τρόπο αυτό, όμως, η ίση πολιτική και ατομική ελευθερία των μελών του κοινωνικού συνόλου παύει να αποτελεί στοιχείο της ασφάλειας  και η τελευταία θα προκύπτει μέσα από την αντιπαραβολή των φόβων, των προκαταλήψεων ή των όποιων εκτιμήσεων των δικαιωματούχων.

[1] Όπως γλαφυρά η εξέλιξη αυτή παρουσιάζεται από τον M.Bloch,LaSociété féodale, 1940, σ. 184 παραπέμπεται από τον GBurdeauL’ EtatParisSeuil (collPoints), 1970, σ. 40,επίσηςβλJ.Robert, Libertés Publiques et Droits de l Homme, Paris, Montchrestien, 1988, σ. 194επ.
[2] Βλ αντί πολλών Α.Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 211 επ. και τις εκεί βιβλιογραφικές παραπομπές.
[3] Για παράδειγμα στην συνεδρίαση των EtatsGénéraux του 1848 ο PhilPot αμφισβήτησε τον κληρονομικό δεσμό ως θεμέλιο των εξουσιών του Μονάρχη και υποστήριξε ότι η βασιλεία είναι αξίωμα δεσμευόμενο από κανόνες, βλ. GBurdeau, ό.π., σ. 42
[4]JJ.Rousseau, (με Εισαγωγή Θ.Γκιούρα- Δ. Γράβαρη) Λόγος περί πολιτικής οικονομίας, Αθήνα, εκδ. Σαββάλας, 2004, σ. 92-93, πρβλτουίδιουDu Contrat social,  Paris, Seuil (coll. Points), 1977, σ. 173 επ.
[5] Η ασφάλεια του προσώπου απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία εμφανίζεται ως θεμελιώδες πρόταγμα στην ελληνική πολιτειολογική σκέψη ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, βλ.Χ.Αργυρόπουλου, Από τη σιγουρότητα στην ασφάλεια ή από τη νομιμότητα στη σκοπιμότητα; σε Τιμητικό τόμο για τον Ι. Μανωλεδάκη Ι Δημοκρατία- Ελευθερία- Ασφάλεια, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2005, σ. 143 επ.
[6]Α.Μάνεση, Το πρόβλημα της ασφάλειας του κράτους και η ελευθερία, Συνταγματική Θεωρία και πράξη, Θεσ/νίκη, 1980, σ. 390 επ.
[7] Ως παράδοξο αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ασφάλειας στα σύγχρονα κοινωνικά συστήματα ο Ν.Λίβος, Το πρόβλημα της ασφάλειας και η ασφάλεια ως πρόβλημα σε Τιμητικό τόμο για τον Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σ. 185 επ, μεταφέροντας και τον σχετικό προβληματισμό του Ν. Luhmann. Σχετικά με τον προβληματισμό που γεννά το αίτημα για πρόληψη και ασφάλεια στα πολιτεύματα της ύστερης νεωτερικότητας βλ. την ενδιαφέρουσα μελέτη τουΠ.Μαντζούφα, Ασφάλεια και πρόληψη στην εποχή της διακινδύνευσης: Εισαγωγικά ερωτήματα και προβληματισμοί για το συνταγματικό κράτος, σε Τόμο Τιμητικό του ΣτΕ 75 χρόνια, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2004, σ. 55 επ. και την εκεί βιβλιογραφία
[8] Όπως σημειώνει ο Α.Μανιτάκης, Προλεγόμενα σε Α.Μανιτάκη- Α.Τάκη (επιμ.), Τρομοκρατία και Δικαιώματα, Αθήνα, εκδ. Σαββάλα, 2003, σ. 14 επ., ο Α.Μάνεσης και ο Ι.Μανωλεδάκης μετέφεραν εύστοχα στην ελληνική νομική σκέψη την δημοκρατική θεώρηση των σχέσεων δημόσιας τάξης και ασφάλειας και ελευθεριών, τα έργα τους δε μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμη αφετηρία για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων.
[9] Βλ. Αγγ. Στεργίου, Η συνταγματική κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης, Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 1994, σ. 23 επ. 116 επ., Γ. Κατρούγκαλου,Το κοινωνικό κράτος της μεταβιομηχανικής εποχής, Αθήνα-Κομοτηνή, Α.Σάκκουλα, 1998, σ. 70 επ., 132 επ., Ξ. Κοντιάδη, Κράτος Πρόνοιας και κοινωνικά δικαιώματα, Αθήνα-Κομοτηνή, Α.Σάκκουλα, 1997, σ. 297 επ.
[10] εντελώς ενδεικτικά βλ. Κ.Τσουκαλά, Είδωλα πολιτισμού, Αθήνα Θεμέλιο 1991, σ. 396 επ.
[11] Βλ Α.Μανιτάκη, Κράτος δικαίου και έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 1994, σ. 285 επ.
[12] βλ. Π.Μαντζούφα, ό.π., και την εκεί βιβλιογραφία καθώς και τις μελέτες στους συλλογικούς τόμους Χ. Σαββάκης κλπ, Νέες τεχνολογίες και συνταγματικά δικαιώματα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα (Δίκαιο και κοινωνία στον 210 αιώνα), 2004 καιΕΝΟΒΕ,  Ψηφιακή τεχνολογία και δίκαιο, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, χ.χ, ΕΝΟΒΕ,Τεχνητή γονιμοποίηση και γενετική τεχνολογία: η ηθικονομική διάσταση, A.McLaren,LeClonageStrasbourg, édduConseildel’ Europe, 2002.
[13] Έτσι Μ.Καϊάφα- Γκμπάντι, Συντονιστικά όργανα για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ: από τον αστυνομικό (Europol) στον δικαστικό (Eurojust) συντονισμό: η προοπτική της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ΠοινΔικ 2003, σ. 165 επ. (174επ.), η ίδια, Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης: οι ρυθμίσεις του ν. 3251/2004 και η μετάβαση από την έκδοση στην «παράδοση», ΠοινΔικ 2004, σ.1294 επ. (1300), Δ.Σαραφιανός- Χρ. Τσαϊτουρίδης, Η υπεράσπιση της δημοκρατίας από τρομοκρατικά αδικήματα και η προάσπιση της ελευθερίας από αντιτρομοκρατικά νομοθετήματα, σεΑ.Μανιτάκη- Α.Τάκη (επιμ.), ό.π., σ. 159 επ.
[14] βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Ασφάλεια κράτους ή ελευθερία, σε Α.Μανιτάκη- Α.Τάκη (επιμ.), ό.π., σ. 23 επ. (28 επ.), Ν. Παρασκευόπουλου, Ασφάλεια του κράτους και ανασφάλεια δικαίου, στο ίδιο, σ. 42 επ. (47 επ.), Δ. Μπελαντή, Ανθρωπιστική επέμβαση και τρομοκρατία: η Δύση ως εγγυητής της ελευθερίας και της ασφάλειας, στο ίδιο σ. 127 επ., Ch.PhDavidJ.J.RocheThéoriesdelaSecurité, ParisMontchrestien (collClefs ) 2002, σ. 89 επ.
[15] Δεδομένου, ότι η ικανοποίηση του προϋποθέτει θετική παρέμβαση του κράτους (βλ. αμέσως παρακάτω), η αποτελεσματικότητα του θα εξαρτάται από τις εκάστοτε κρατικές πολιτικές στον τομέα της ασφάλειας.
[16] Έτσι, Π.Παραράς, Σύνταγμα και ΕΣΔΑ, Αθήνα- Κομοτηνή, Α.Σάκκουλα, 2001 σ. 16, ο ίδιος, Το δικαίωμα των πολιτών στην άσφάλεια, Το Βήμα, 20/1/2005,  Κ.Χρυσόγονος, Το θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια, σε Χ. Ανθόπουλος- Ξ.Κοντιάδης- Θ.Παπαθεοδώρου,Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Αθήνα, Α.Σάκκουλα, 2005, σ. 137 επ., Χ.Τσιλιώτη, Απόπειρες καθορισμού ενός δικαιώματος στην ασφάλεια, Ελευθεροτυπία, 3/8/2004.
[17] Βλ. Π.Μαντζούφα, ό.π.
[18] Τις απόψεις αυτές παρουσιάζει και αποκρούει πειστικά ο Δ.Δημούλης, «Κοινωνία της διακινδύνευσης», συνταγματικά δικαιώματα και πολιτική, σε του ίδιου Το Δίκαιο της πολιτικής, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2001, σ. 277 επ.
[19]Κ.Χρυσόγονος, ό.π.
[20] Έτσι, Κ.Χρυσόγονος, ό.π.
[21] ΑΠ 106/1969, ΝΟΒ 1969, σ.676, Διοικ. Πρωτ. Αθηνών 11661/1995 ΤοΣ 1996, σ. 250 επ., ΣτΕ 28/2000, ΣτΕ 3706/2001 ΔιΔικ 2001, σ. 1336 επ., ΣτΕ 3919/2001 ΕΔΚΑ 2002, σ. 119
[22]Π.Παραράς, Το Βήμα, ό.π.
[23] Στην κατεύθυνση αυτή οδηγεί και μια προσεκτική ανάγνωση της προαναφερόμενης νομολογίας. Πραγματικά, σε όλες τις υποθέσεις το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να αναχθεί ερμηνευτικά σε ειδικό δικαίωμα στην ασφάλεια. Για τον προσδιορισμό του παράνομου χαρακτήρα των ενεργειών και παραλείψεων των κρατικών οργάνων, ανάχθηκε στο ισχύον κανονιστικό πλαίσιο που καθορίζει την αποστολή της αστυνομίας, επανέλαβε ότι η αποστολή αυτή αποβλέπει ταυτόχρονα στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος και στην προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών και  με βάση το περιεχόμενο και των τελευταίων αξιολόγησε την επίδικη συμπεριφορά.
[24] Τόσο με την εμπειρική, όσο και με την κανονιστική έννοια της δημόσιας τάξης. Υπενθυμίζεται σχηματικά ότι η δημόσια τάξη νοείται αφενός ως μια κατάσταση ηρεμίας και σταθερότητας στο εσωτερικό ενός κράτους κατάσταση που εξασφαλίζεται με την επιβολή των μέτρων που κρίνονται αναγκαία για την επίτευξη της (Ι.Μανωλεδάκης, Η επιβουλή της δημόσιας τάξης, σ. 18, Α.Μάνεσης, ό.π., σ.392) αφετέρου ως το σύνολο των θεμελιωδών κανόνων και αρχών καθενός κλάδου του δικαίου, το περιεχόμενο των οποίων θα πρέπει να παραμένει απρόσβλητο από την ιδιωτική βούληση ( ενδεικτικά Α. ManitakisLalibertéducommerceetdelindustrieBruxelles, 1978, σ. 74 επ., Γ.Δρόσος, «Δημόσια τάξη» και «δημόσια ασφάλεια»: δύο έννοιες του εθνικού Συντάγματος σε διεθνές πλαίσιο, σε Χαριστήρια Ι.Δεληγιάννη, τ.ΙΙ, σ.27 επ., Chr.Vimbert,LordrepublicdanslajurisprudenceduConseilConstitutionnelR.D.P. 1996, σ. Γ.Κτιστάκι, Η ευρωπαϊκή δημόσια τάξη στο χώρο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΤοΣ 1999, σ. 5 επ., C.PicheralLordrepubliceuropéenParis, LaDocumentationfrançaise, 2001, Χ,Παπαστυλιανός, Η δημόσια τάξη ως συνταγματικά αποδεκτός περιορισμός της ελεύθερης έκφρασης, ΔτΑ 2004, Τόμος εκτός σειράς ΙΙ, σ. 237 επ.). Και με τις δύο αυτές έννοιες, η δημόσια τάξη αποτελεί συνταγματικό στόχο, καθώς η μεν διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης  αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις λειτουργίας της σύγχρονης δημοκρατίας, η δε ρυθμιστική παρέμβαση της νομοθετούσας πολιτείας συνιστά βασική εγγύηση της ισότιμης απόλαυσης των ελευθεριών από τα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Βέβαια, η επίκληση της δημόσιας τάξης έχει υπάρξει εργαλείο περιορισμού, συχνά και δραστικού περιορισμού, των συνταγματικών δικαιωμάτων. Για τον λόγο αυτό, το ενδιαφέρον για τον εννοιολογικό προσδιορισμό της παραμένει πάντοτε επίκαιρο, ενώ η εκάστοτε νοηματοδότηση της από τον δικαστή ιδιαίτερα κρίσιμη, βλ. Ι.Καμτσίδου, Η επιφύλαξη υπέρ του νόμου ως περιορισμός, εγγύηση και διάμεσος των ελευθεριών, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2001, σ. 107 επ.
[25] Την συνέπεια αυτή θεωρεί ως απολύτως αναμενόμενη και ο Κ.Χρυσόγονος, ό.π.
[26] Όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που η παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας θα εμφανίζεται ως μέσο πρόσφορο για την προστασία του δικαιώματος στην ασφάλεια κάποιων πολιτών.
[27] Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό είναι η ΣτΕ 3919/01, που προχωρά σε αξιολόγηση ακόμη και  του αριθμού των συλληφθέντων, τον οποίο θεωρεί μικρό σε σχέση με αυτόν των διαδηλωτών, προκειμένου να κρίνει, εάν η δημόσια δύναμη άσκησε με επάρκεια την υποχρέωση προστασίας των δικαιωμάτων του αιτούντα. Τις δυσκολίες που γεννά η ανάμειξη του δικαστή σε ζητήματα με κατ’ εξοχήν πολιτικό χαρακτήρα, αναδεικνύει η σύγκριση της παραπάνω απόφασης με την Διοικ. Πρωτ. Θεσσαλονίκης 3224/2002 ΔιΔικ 2004, σ. 802 επ. Με την απόφαση αυτή, επιδικάστηκε αποζημίωση, επειδή οι παράνομες παραλείψεις των οργάνων της διοίκησης  είχαν ως αποτέλεσμα την παράνομη κράτηση πολίτη, έθιξαν δηλαδή την προσωπική του ασφάλεια (άρθρο 6 Συντ)˙ το δικαστήριο, χωρίς να αναχθεί σε θέματα πολιτικού σχεδιασμού και πράξης, εντόπισε την παραβίαση ενός δικαιώματος με συνεκτικό κανονιστικό περιεχόμενο και εξασφάλισε τόσο την τήρηση του άρθρου 25 παρ. 1 εδ α’ και β’ Συντ., όσο και την αποκατάσταση της βλάβης του αιτούντα, η οποία βρισκόταν πραγματικά σε σχέση αιτιώδους συνάφειας με τις ενέργειες της διοίκησης.
[28] Βλ. Χ.Ανθόπουλου, Κράτος πρόληψης και δικαίωμα στην ασφάλεια, σε Χ. Ανθόπουλος- Ξ.Κοντιάδης- Θ.Παπαθεοδώρου, σ. 108 επ.
[29] Βλ. Ι.Μυλωνά, Δεσμεύεται ο νομοθέτης ως προς την εγκληματοποίηση συμπεριφορών; Υπεράσπιση 1994, σ. 775 επ., Φ.Βασιλόγιαννη, Ο κλώνος του ανθρώπου, Αθήνα- Κομοτηνή, Α.Σάκκουλα, 2003, σ. 168 επ.
[30] Έτσι, ο εισηγητής δικαστής στην απόφαση της CourdeCassation της 17.11.2000 (AffaireNPerruche)
[31] Βλ. Μ. Καϊάφα- Γκμπάντι, To  ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ό.π., σ. 1297 επ. Ν. Παρασκευόπουλος, ό.π., σ. 51 επ.
[32] Έτσι χαρακτηρίζει τους δικαιικούς στόχους ο J.BAuby,Lerecoursauxobjectifsdestextes dansleurapplicationendroitpublicR.D.P. 1991. σ. 327 (335), που χωρίς να αρνείται την κανονιστικότητα των στόχων, αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα της, καθώς και την διαπλαστική ευχέρεια που καταλείπουν στον δικαστή, βλ και παραπάνω υποσ. 24.
[33] Βλ. Π.Παραρά, Το Βήμα, ό.π.
[34] Ο Χ.Ανθόπουλος , ό.π., μιλά, όχι άδικα για μια νέα τάση λειτουργικής δέσμευσης των δικαιωμάτων, τάση που θα μεταβάλλει τις ελευθερίες από ευχέρειες του προσώπου σε υποχρεώσεις του.
[35] A.Manitakis, La liberté du commerce et de l’industrie, ό.πσ.83 επ.