Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Η προσωπική ασφάλεια ως συνταγματική αρχή και ως συνταγματικό δικαίωμα

προσωπική ασφάλεια ως συνταγματική
αρχή και ως συνταγματικό δικαίωμα
Συνταγματική αρχή
Ρητή κατοχύρωση
Όπως έχει ήδη αναφερθεί το Σύνταγμα δεν αναφέρεται άμεσα και ρητά στην αρχή της
προσωπικής ασφάλειας. Η νομική τελολογική ερμηνεία βεβαία, των άλλων διατάξεων που
την υπονοούν, σε συνδυασμό με τη λογικοσυστηματική ερμηνεία του κειμένου δεν
αφήνουν περιθώρια αμφιβολία σχετικά με τη απαίτηση της έννομης τάξης σχετικά με την
προσωπική ασφάλεια. Η μη ύπαρξη ρητής διατύπωσης δεν πρέπει να θεωρείται σε καμία
περίπτωση ότι υποβαθμίζει την αρχή της προσωπικής ασφάλειας σε σύγκριση με τις άλλες
ρητά διατυπωμένες στο Σύνταγμα αρχές.24
Η ερμηνεία των διατάξεων του Συντάγματος μέσα από ένα πλαίσιο που έχει ως γνώμονα το
συμφέρον του ατόμου και την γενική ευημερία της κοινωνίας δεν αφήνει περιθώρια
αμφισβήτησης για τη έστω και ερμηνευτική συνταγματική αναγνώριση της ασφάλειας. Με
τις διατάξεις που έχουν ήδη αναφερθεί στον οικείο τόπο και κυρίως με το άρθρο 2 παρ.1
και 25 παρ 1 προβάλλεται η αρχή της προσωπικής ασφάλειας σε ένα πρίσμα συνταγματικής
αναγνώρισης και έμμεσης κατοχύρωσης. Συνεπώς, η αρχή της προσωπικής ασφάλειας δεν
έχει αποκτήσει αυτόνομη διατύπωση αλλά αποτελεί μη ρητά διατυπωμένη γενική
συνταγματική αρχή.25
Ένα ζήτημα που έχει περιπλέξει τη νομική σκέψη σε πολλούς προβληματισμούς αποτελεί η
ανάγκη ρητής συνταγματικής αποτύπωσης της αρχής της προσωπικής ασφάλειας στο
ελληνικό Σύνταγμα. Το θέμα έχει μελετηθεί στο πλαίσιο κάποιων κεντρικών αναλυτικών
κατευθύνσεων που αγκαλιάζουν πλήθος συσχετικών προσεγγίσεων. Στη θεωρία υπάρχει
μια άποψη που αρνείται ορθή τη ρητή κατοχύρωση της προσωπικής ασφάλειας. Έρεισμα
για αυτή την άποψη ανευρίσκουν κάποιοι νομικοί στην ύπαρξη κίνδυνου για την ιδία την
προσωπική ασφάλεια μέσω της συνταγματικής ρητής αναγνώρισης της.
Ειδικότερα, θεωρούν ότι η ενίσχυση της αρχής αυτής θα οδηγήσει ευκαιριακές κυβερνήσεις
σε ακραία διόλου φιλελεύθερα και δημοκρατικά μετρά στο όνομα της προσωπικής
ασφάλειας επιβάλλοντας κάποια μορφή αυταρχισμού και ακραίας αυστηρότητας, που θα
εξυπηρετούσε τα δικά της συμφέροντα. Ωστόσο, ήδη από ότι αναφέρθηκε προβάλλει το
άτοπο αυτής της σκέψης, ο κίνδυνος δε θα εκπληρωθεί από τη ρητή κατοχύρωση της
προσωπικής ασφάλειας αλλά από την κατάχρηση της αρχής αυτής. Κάθε δικαίωμα όταν
υφίσταται κατάχρηση μπορεί να αποβεί μοιραίο για την έννομη τάξη και την αρμονία του
24 Δημητρόπουλος Α.Γ, Συνταγματικά δικαιώματα, οπ. παρ. σελ. 429 - 430
25 Ανθόπουλος Χ., Κοντιάδης Ξ.Ι., Παπαθεοδώρου Θ., Ασφάλεια και δικαιώματα στην κοινωνία της
διακινδύνευσης, εκδοσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005, σελ. 110 επ.
16
συνόλου φτάνοντας σε ακραία αποτελέσματα. Αυτό δεν μπορεί όμως να δικαιολογήσει την
άρνηση ενός δικαιώματος, ή εν προκειμένω την αποφυγή στερεοποίησης του στο χώρο του
δικαίου από φόβο για την κατάχρηση του.26
Στον αντίποδα, στο πλαίσιο της κρίσης μέσα στην όποια περιδινείται η σύγχρονη
συνταγματική τάξη με παράγοντες που βάλλουν συνεχώς τη δημοκρατία και την
ακεραιότητα ενός φιλελεύθερου συστήματος, προβάλλει ως αναγκαία η χρησιμότητα
αναγνώρισης ενός αυτονόμου δικαιώματος ασφάλειας. Η προσωπική ασφάλεια για να
εξέλθει αλώβητη από την κρίση αυτή των αξιών και την προσπάθεια υποβάθμισης των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πρέπει να προστατευτεί τόσο από την κρατική όσο και από την
ιδιωτική εξουσία και τα ίδια συμφέροντα.
Η διαπίστωση αυτή δεν εκφράζει απαισιοδοξία ούτε προμηνύει την καταστροφή σε
αντίθετη περίπτωση αφού, ούτος ή άλλως η αρχή της προσωπικής ασφάλειας
αναγνωρίζεται και υφίσταται με ισχυρά ερείσματα τις συνταγματικές διατάξεις στις οποίες
αναφέρεται, ενώ μέσω της γενικής αρχής καθιερώνονται και ατομικά δικαιώματα
ασφάλειας. Έτσι φαίνεται το αντικειμενικό στοιχειό που υπάρχει μέσα στο ίδιο το τυπικό
Σύνταγμα να συνυπάρχει με το υποκειμενικό-ατομικο που προκύπτει από αυτό, υπάρχει
δηλαδή μια διπλή συνταγματική κατοχύρωση της ασφάλειας.27 Το ένα στοιχειό ουσιώνεται
και καταξιώνεται μέσω του άλλου σφυρηλατώντας και τα δυο τη δική του ουσιαστική
συμβολή στο χώρο του συνταγματικού δικαίου και της συνταγματικής τάξης συλληβδην.
Νομική ισχύς
Η αρχή της προσωπικής ασφάλειας αναγνωρισμένη χωρίς αμφιβολία έχει κανονιστικό
περιεχόμενο και δεσμευτική ισχύ με τη μορφή του κοινωνικού κεκτημένου. Αποτελεί
ισχύον δίκαιο χωρίς να καθίσταται απαραίτητη η ρητή του διατύπωση στο Σύνταγμα. 28 Στο
πλαίσιο της ευρείας νοηματικής χωρητικότητας των διατάξεων μέσα από τις οποίες
προβάλλει η αρχή αυτή αναπτύσσει πλήρη δεσμευτική δύναμη και εκφράζει επιτακτικό
κανόνα συνταγματικού δικαίου. Η συγκεκριμένη αρχή, ειδικότερα, επειδή δεν είναι ρητά
και προκαθορισμένα αυστηρά διατυπωμένη στο νόμο, παρόλα αυτά, όσο και αν μπορεί να
διαφοροποιείται προσαρμοζόμενη στις κοινωνικοπολιτικές απαιτήσεις και τις μεταβολές
των καιρών, δεν είναι σε καμία περίπτωση επιδεκτική ολικής ανάκλησης η εκ θεμέλιων
ριζικής μεταβολής.
Επιπρόσθετα, το βασικό έρεισμα της αρχής της προσωπικής ασφάλειας αποτελεί το άρθρο
2 παρ.1 Σ, άρθρο το όποιο συμφώνα με το άρθρο 110 παρ1. Σ δεν υπόκειται σε
αναθεώρηση.29 Συνεπώς, η συνταγματική προστασία της αρχής της προσωπικής ασφάλειας
ανήκει στο λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» του Συντάγματος, στις διατάξεις που δεν είναι
δυνατό να καθίστανται έρμαια στις επιθυμίες συγκυριακών κυβερνήσεων και βουλών.
26 Μαντζούφας Π., Συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων στην κοινωνία της διακινδύνευσης.
Υγεία – Ιδιωτικότητα – Περιβάλλον, 2006 σελ. 75 επ.
27 Δημητρόπουλος Α.Γ, Συνταγματικά δικαιώματα, οπ. παρ. σελ. 430
28 Δημητρόπουλος Α.Γ, Συνταγματικά δικαιώματα, οπ. παρ. σελ. 430
29 Χρυσόγονος Κ.Χ, Συνταγματικό δίκαιο, Εκδοσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη ,
2003, σελ. 115 επ.
17
Αποτελεί βάση της συνταγματικής τάξης και της λειτουργιάς της κοινωνίας και του
δημοκρατικού πολιτεύματος και η αναθεώρηση της, η αλλαγή του περιεχομένου της θα
σήμαινε κατάλυση του πολιτεύματος και προσπάθεια άσκησης συντακτικής εξουσίας. 30
Συνεπώς, το Σύνταγμα και οι συνταγματικές αρχές δεν επιτρέπουν αναθεώρηση τη διάταξης
και συνακόλουθη ελάττωση της συνταγματικής προστασίας και της ισχύος της αρχής της
προσωπικής ασφάλειας. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις επαυξάνεται έτι περισσότερο το
κύρος και η συνταγματική ισχύς της αρχής της προσωπικής ασφάλειας.
Σύγκριση με άλλες διατάξεις
Εφόσον η προσωπική ασφάλεια γίνεται δεκτή ως συνταγματική αρχή ζήτημα τίθεται σε
σχέση με τις άλλες διατάξεις. Καταρχάς, βασική παρατήρηση για τη συζήτηση της
συσχέτισης της προσωπικής ασφάλειας με τις άλλες συνταγματικές αρχές, αποτελεί η
διαπίστωση ότι από άποψη δύναμης η προσωπική ασφάλεια δεν υπεραίρει των άλλων
αλλά είναι ισοδύναμη τους. Συνεπώς, η εφαρμογή της αρχής αυτής δε σημαίνει
παραγκωνισμός και υποβάθμιση των άλλων, σε κάθε περίπτωσης χρειάζεται στάθμιση τν
συμφερόντων και συνεφαρμογη των διαφόρων αρχών με αυτή της προσωπικής ασφάλειας
για τη διαφύλαξη του πυρήνα όλων των θεμελιωδών συνταγματικών αρχών.
Η αρχή της προσωπικής ασφάλειας, βεβαία, όπως έχει ήδη ειπωθεί αποτελεί γενική αρχή,
από την όποια απορρέουν ατομικά δικαιώματα ασφάλειας, έτσι ως γενική αρχή ακόλουθη
συγκεκριμένη συμπεριφορά στην εφαρμογή της σε σχέση με τις ειδικότερες διατάξεις. Δίνει
τη γενική κατεύθυνση μιας κρατικής και ατομικής συμπεριφοράς αλλά υποχωρεί μπροστά
σε μια ειδική ρύθμιση που υπολογίζει καλυτέρα τις ιδιαιτερότητες και τα ειδικά στοιχειά
κάθε περιστάσεις κρίνοντας τι είναι το πιο δίκαιο σε κάθε περίπτωση.
Στη συζήτηση για την αναγκαιότητα ρητής συνταγματικής κατοχύρωσης της αρχής της
προσωπικής ασφάλειας, εμπλέκεται και το ζήτημα της ολικής κάλυψης της αρχής από τις
άλλες διατάξεις και το κατά ποσό η ρητή κατοχύρωση θα ήταν περιττή. Η σύγκριση με τις
διατάξεις αυτές, θα διαφωτίσει την αντιδιαστολή και πάντως μη ταύτιση των διατάξεων. Το
δικαίωμα στην προσωπική ασφάλεια υποστηρίζεται ότι τείνει και αφορά στην πρόληψη,
δεν αποτελεί προγραμματική αρχή με την έννοια της μη παρούσας ισχύος του αλλά
επικεντρώνεται στην προστασία από ενδεχομένους μελλοντικούς κινδύνους. Τα αλλά
συνταγματικά δικαιώματα, δρουν περισσότερο κατασταλτικά με στόχο να αντιμετωπίσουν
ένα κίνδυνο που είναι παρών.
Ο κίνδυνος που συντρέχει η επίκειται σε κάθε περίπτωση στρέφεται εναντία στη
συνταγματική τάξη και δε διαφέρει ως προς τη σημασία του για την έννομη τάξη και τη
διάφορα στην αντιμετώπιση του. Νευραλγικό σημείο του θέματος αποτελεί ο χρόνος,
κίνδυνος υπαρκτός και άμεσος που έχει ήδη εκδηλωθεί και απειλεί την έννομη τάξη, είναι
φυσικό να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από κίνδυνο, το ίδιο σημαντικό, αλλά επικείμενο
και μελλοντικό. Η ελληνική έννομη τάξη, επί τω παρόντι, έχει θεσπίσει αρχές και θεσμούς
30 Μανιτάκης Α., Ελληνικό Συνταγματικό δίκαιο, Τόμος Ι, Εκδοσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη,
Θεσσαλονίκη, 2004, σελ. 284 επ.
18
αμυντικούς με περιεχόμενο που δεν προσιδιάζει ιδιαίτερα στην πρόληψη αλλά
επικεντρώνεται στην καταστολή.31
Συνεπώς, δεν θα αποτελούσε λεκτική και νομική υπερβολή η διαπίστωση της σημασίας
ρητής συνταγματικής κατοχύρωσης του δικαιώματος της προσωπικής ασφάλειας. Όχι μόνο
περιττό δε θα ήταν κάτι τέτοιο, αλλά θα έδινε μια άλλη οπτική στο πλαίσιο των νομικών και
θεσμικών περιπολικών που υφίστανται και παραμονεύουν. Συνεπώς, τα εκάτερα,
μερικότερα δικαιώματα ενισχύουν την ισχύ της προσωπικής ασφάλειας αλλά δεν
καθιστούν την αυτοτέλεια της περιττή.
31 Μαντζούφας Π., Συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων στην κοινωνία της διακινδύνευσης.
Υγεία – Ιδιωτικότητα – Περιβάλλον, οπ. παρ. σελ 128 επ.
19
Ερμηνευτική αρχή
Αναντίλεκτα, υπάρχει μια εκλεκτική συγγένεια μεταξύ μιας αντικειμενικής αναγνωρισμένης
συνταγματικά αρχής και της ερμηνευτικής της δύναμης. Η ερμηνευτική αξία της αρχής της
προσωπικής ασφάλειας γίνεται ταυτόχρονα αισθητή τόσο μέσα από τη συνταγματική της
ισχύ και το συνταγματικό κύρος που αυτή της προσδίδει, όσο και συναρτήσει του
χαρακτηρισμού της ως γενικότερη αρχή περικλείουσα ερμηνευτικά κριτήρια και βάσεις. Οι
διατάξεις του Συντάγματος που συνθέτουν την αρχή της προσωπικής ασφάλειας θεσπίζουν
πράγματι, μια γενική ερμηνευτική αρχή που είναι απόλυτα αναγκαία κατά τη διαδικασία
του καθορισμού του περιεχομένου και της εκτάσεως των συνταγματικών και νομοθετικών
περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων.32
Η προσωπική ασφάλεια όπως και η βασικά αρχή της ανθρώπινης άξιας, διέπουν την
ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπουν δικαιώματα και αρχές. Όλες οι
διατάξεις που αναφέρονται στα θεμελιώδη δικαιώματα δεν μπορούν και ειδικά αυθαίρετα
να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται αντίθετα στην ανθρωπινή αξία και την προσωπική
ασφάλεια. 33 Συγκεφαλαιωτικά και όσον αφορά στην αρχή της προσωπικής ασφάλειας ως
ερμηνευτική αρχή αυτή αποτελεί, αναντίρρητα, γενικό ερμηνευτικό κανόνα αναφερόμενο
στη συνολική ελληνική έννομη τάξη.
32 Δημητρόπουλος Α.Γ, Συνταγματικά δικαιώματα οπ. παρ. σελ. 434
33 Ράικος Γ. Α., Συνταγματικό δίκαιο, Θεμελιώδη δικαιώματα, Έκδοση Β’, Εκδοσεις Σάκκουλας Αντ. Ν.,
2002, σελ. 263
20
Συνταγματικό δικαίωμα
Χαρακτήρας δικαιώματος
Η συνταγματική προστασία της προσωπικής ασφάλειας, εκτός από την καθιέρωση της
αρχής της προσωπικής ασφάλειας εκτείνεται και στην αναγνώριση τη προσωπικής
ασφάλειας ως συνταγματικό δικαίωμα. Προκρίνει με αυτόν τον τρόπο και προσδίδει στην
πολυεδρική αυτή έννοια ένα χαρακτήρα υποκειμενικό. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει ένα
προσωπικό και πάντως, όχι περιουσιακό, ατομικά καθορισμένο συνταγματικό δικαίωμα
προσωπικής ασφάλειας. Το ατομικό δικαίωμα της προσωπικής ασφάλειας αποτελεί
ταυτόχρονα και θεσμική εγγύηση. Το δικαίωμα αυτό έγκειται στην ελευθερία κάθε ατόμου
να απολαμβάνει τα ωφελήματα της αρχής της προσωπικής ασφάλειας και ταυτόχρονα
επιτρέπει στο κράτος να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες νομικά θεμιτές σε κάθε
περίπτωση για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του κοινωνικού
συνόλου.
Στο ίδιο πλαίσιο και όπως έχει ήδη αναφερθεί, η αρχή της προσωπικής ασφάλειας εκφράζει
μέσω των συνταγματικών διατάξεων ένα δικαίωμα γενικού περιεχομένου. Το δικαίωμα της
προσωπικής ασφάλειας δρα συζευκτικά και όχι διαζευκτικά με τα ειδικότερου
περιεχομένου, συνταγματικής περιωπής δικαιώματα. Το εύρος του καθορίζεται σε γενικές
γραμμές από αυτά, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι μια πιθανή ρητή κατοχύρωση του στο
Σύνταγμα θα ήταν περιττή ή ακόμα και επικίνδυνη για την έννομη τάξη. Αυτή η άποψη
επικεντρώνεται σε ένα χαρακτήρα απολυτής κάλυψης των δικαιωμάτων και όχι σε μια
σχέση αλληλοσυμπλήρωσης και συνταγματικής νομικής και θεσμικής στερέωσης. Έχει
υποστηριχτεί η άποψη, ότι το δικαίωμα της προσωπικής ασφάλειας παρουσιάζει πολλές
ομοιότητες με τα μητρικά δικαιώματα αφού, το περιεχόμενο του, όπως και αυτό των
μητρικών δικαιωμάτων διαχέεται σε πολλά μερικότερα δικαιώματα που σε καμία
περίπτωση δεν το αντικαθιστούν πλήρως αλλά το σταθεροποιούν λειτουργικά. 3435
Επιπρόσθετος χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να αποδοθεί στο δικαίωμα προσωπικής
ασφάλειας αποτελεί αυτός του δικαιώματος υπόστασης. Ειδικότερα, το δικαίωμα της
προσωπικής ασφάλειας έχει ως αντικείμενο αγαθά απαραίτητα για την πνευματική και
σωματική υπόσταση του ατόμου και αφορά την ιδία την υπόσταση του ανθρώπου.
Συγκεκριμένα το χαρακτηριστικό αυτό αναφέρεται στον ίδιο τον ποιοτικό χαρακτηρισμό και
το ουσιαστικό περιεχόμενο του κοινωνικού δικαιώματος. Το περιεχόμενο αυτό δε μειώνει
σε καμία περίπτωση την αξία του ως δικαίωμα με καθορισμένο περιεχόμενο την
προσωπική ασφάλεια. Στον αντίποδα αυξάνει την ένταση του και την αξία του στη
σύγχρονη ελληνική συνταγματική τάξη.36
34 Ράικος Γ. Α., Συνταγματικό δίκαιο, Θεμελιώδη δικαιώματα, οπ. παρ σελ. 25 επ.
35 Δαγτόγλου, Ατομικά δικαιώματα Β’, Εκδοσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 1991 σελ.1137
(ο οποίος αποδέχεται το δεσμευτικό χαρακτήρα της αρχής)
36 Δημητρόπουλος Α.Γ, Συνταγματικά δικαιώματα, οπ. παρ. σελ. 387
21
Φορείς
Φορείς του δικαιώματος στην προσωπική ασφάλεια, όπως διατυπώνεται και στις οικείες
συνταγματικές διατάξεις, είναι κατά κύριο λόγο τα φυσικά πρόσωπα. Κάθε πρόσωπο,
ανεξάρτητα από τις ατομικές του ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του έχει δικαίωμα να
απολαμβάνει την απολυτή προστασία της σωματικής και πνευματικής του υπόστασης και
ασφάλειας. Η λιτή αυτή προσέγγιση είναι πανθομολογούμενη από όλη την ελληνική και
διεθνή έννομη τάξη, όπως και το γεγονός ότι το δικαίωμα της προσωπικής ασφάλειας έχουν
όχι μόνο αποκλειστικά οι Έλληνες πολίτες αλλά και οι αλλοδαποί. Τα θεμελιώδη
δικαιώματα όπως η προσωπική ασφάλεια είναι οικουμενικά και διεθνώς αναγνωρισμένα.
Επιπρόσθετα, αναντίρρητα όλοι οι άνθρωποι είναι όσοι μεταξύ τους ως προς τα
δικαιώματα τους, συνεπώς, όλοι έχουν δικαίωμα να προστατεύονται με τον ίδιο τρόπο
ανεξάρτητα από τη χωρά που ζουν, το πολίτευμα που έχουν, ανεξάρτητα από τη θρησκεία,
το φύλο, τη γλωσσά τους.
Εκτός από τα φυσικά πρόσωπα, ως φορείς του δικαιώματος της προσωπικής ασφάλειας
μπορούν να αναγνωριστούν υπό κάποιες προϋποθέσεις και κάποια νομικά πρόσωπα.
Συγκριτικά, με τα φυσικά πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα ανεπιφύλακτα χωρίς
περιορισμούς τα νομικά πρόσωπα το απολαμβάνουν σε δευτερεύον επίπεδο και όχι
αυτόματα. Τα νομικά πρόσωπα για να έχουν δικαίωμα προστασίας της ασφάλειας τους
πρέπει να κρίνονται αξία προστασίας καθώς και να βρίσκονται σε δυσμενή κατάσταση
απροσπέλαστη με κάποιο κοινό συμβατικό τρόπο.
Όπως υποστηρίζεται, τέλος, σχετικά με τους φορείς του δικαιώματος της προσωπικής
ασφάλειας δεν είναι δυνατή η παραίτηση από το δικαίωμα αυτό, ούτε η εκ των πρότερων
συναίνεση στην καταπάτηση του. Κάτι τέτοιο, θα ήταν αντίθετο στην αναγνώριση της
προσωπικής άξιας του ατόμου και στον καθορισμό του ως ύψιστη αξία και γνώμονας
δράσης και συμπεριφοράς. 37
37 Δημητρόπουλος Α.Γ, Συνταγματικά δικαιώματα, οπ. παρ. σελ. 435
22
Η προσωπική ασφάλεια ως εξουσία
Περιεχόμενο εξουσίας
Το δικαίωμα της προσωπικής ασφάλειας, εκφράζεται ως εξουσία στην έννομη τάξη. Η
εξουσία αυτή εμφανίζεται τόσο με το θετικό και ενεργητικό περιεχόμενο όσο και με το
αρνητικό και παθητικό. Η εξουσία που παρέχει το δικαίωμα προσωπικής ασφάλειας
αναλύεται σε μερικότερες εξουσίες, που καλύπτουν όσο είναι δυνατό, όλο το φάσμα
προστασίας του ανθρώπου από του κινδύνους για την υλική και πνευματική του
ακεραιότητα.
Το θετικό ενεργητικό περιεχόμενο της εξουσίας της ασφάλειας εκφράζεται ως πράξη και
ενεργεία. Το άτομο μπορεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να προβεί σε όλες τις
απαιτούμενες ενέργειες για την διαφύλαξη της προσωπικής του ασφάλειας. Οι ενέργειες
του πηγάζουν από την εξουσία που του δίνει το δικαίωμα στην προσωπική ασφάλεια.
Βεβαία, η εξουσία του αυτή υπόκειται σε κάποιους, προκαθορισμένους κατά βάση,
περιορισμούς. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν παρά να συνδέονται με τα δικαιώματα
των άλλων συνάνθρωπων. Στο ίδιο πλαίσιο, το άτομο έχει και την εξουσία να μη προβεί σε

αυτή στάση του συνθέτει το παθητικό περιεχόμενο εξουσίας προσωπικής ασφάλειας.38
Η εξουσία σε κάθε περίπτωση έχει χαρακτήρα αμυντικό και όχι επιθετικό, αφού ούτος η
άλλως εκφράζει μια προληπτική αρχή. Ως αμυντικό δικαίωμα έχει ως κύριο στόχο την
διατήρηση της υπάρχουσας ειρηνευμένης κατάστασης του εννόμου αγαθού και την
απόκρουση οποιασδήποτε εξωτερικής επίθεσης – επίδρασης που τείνει και προοιωνίζει τη
διατάραξη της κατάστασης ασφάλειας του ατόμου. Το δικαίωμα αυτό του ατόμου, ως
θεμελιώδες για την υπόσταση του στρέφεται κατά παντός πιθανού να το προσβάλλει, ήτοι,
μπορεί να ενεργοποιηθεί τόσο έναντι του κράτους και των μηχανισμών του όσο και εναντία
στου ίδιους τους ιδιώτες. Στρέφεται δηλαδή κατά της επιθετικής εξουσίας από όπου και αν
προέρχεται, δημόσια ή ιδιωτική.

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου