Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Ασφάλεια Πτήσεων


Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '60 η εναέρια κυκλοφορία αποδείχθηκε ελκυστικός στόχος των τρομοκρατικών επιθέσεων, ενώ παγιώθηκαν δύο τύποι επιθέσεων: οι αεροπειρατείες, με ή χωρίς την κατάσταση ομηρίας με στόχο την διαπραγμάτευση και οι βομβιστικές επιθέσεις στην διάρκεια των πτήσεων. Η εναέρια κυκλοφορία κατέστη ολοένα πιο ελκυστική ως στόχος για τους τρομοκράτες λόγω ότι οι Αμερικανοί πολίτες ταξιδεύουν περισσότερο από οποιουσδήποτε άλλους πέραν του Ατλαντικού, αποτελώντας το 40% των επιβατών παγκοσμίως, αντιπροσωπεύοντας δε ένα αξιοσημείωτο ποσοστό της εναέριας κυκλοφορίας που διεξάγεται μέσω των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι υπήκοοι άλλων εθνών που έχουν στοχοποιηθεί, ιδιαίτερα της Δυτικής Ευρώπης και του Ισραήλ, υποστηρίζουν πώς οι απειλές που αφορούν τις εναέριες μεταφορές αποδεικνύονται μείζον πρόβλημα.

Οι βομβιστικές επιθέσεις που στρέφονται εναντίον των αερογραμμών μπορούν να αποτιμηθούν ως ταυτόσημης οικονομικής αποδώσεως εν συγκρίσει με τις αντίστοιχες εναντίον επίγειων δομών, όπως είναι οι κτιριακές εγκαταστάσεις ή υποδομές εμπορικού ενδιαφέροντος και τείνουν να καταστούν ολότελα φονικές ως προς την στόχευσή τους. Οι βόμβες που έπληξαν την πτήση 182 της Air India, την πτήση 103 της Παν Αμέρικαν και την πτήση 772 της γαλλικής 'Union de Transports Aériens' (UTA) υπήρξαν μικρότερης εμβέλειας σε σχέση με την έκταση της επίθεσης εναντίον του Ομοσπονδιακού κτιρίου 'Alfred P. Murrah' στην πρωτεύουσα της Οκλαχόμα, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στην Νέα Υόρκη, και των πύργων του Αλ Κομπάρ στην Σαουδική Αραβία · παρά ταύτα ο αριθμός των θυμάτων σε αυτές τις επίγειες επιθέσεις ξεπεράστηκε από τον αριθμό των επιζησάντων των επιθέσεων, ενώ αντίστοιχα στις προαναφερθείσες εναέριες επιθέσεις, ούτε ένας επιβαίνων ή μέλη των πληρωμάτων επέζησαν. Επίσης, παρόλο που οι βομβιστικές επιθέσεις εναντίον κρίσιμων υποδομών άφησαν επαρκή ιατροδικαστικά στοιχεία για να επιτρέψουν την πιθανή ταυτοποίηση των δραστών, τα αντίστοιχα στοιχεία της παρουσίας των δραστών σε μία εναέρια επίθεση τείνουν να διασκορπιστούν σε μία μεγάλη γεωγραφική περιοχή ή εξίσου να χαθούν εξ ολοκλήρου, όπως συνέβη στην περίπτωση της βομβιστικής επίθεσης εναντίον της πτήσης της Air India, η οποία πραγματοποιήθηκε πάνω από τον ωκεανό, καθιστώντας την ταυτοποίηση και τον εντοπισμό των δραστών κατά πολύ δυσκολότερα. Εν αντιθέσει προς τις επίγειες δομές, θεωρείται σχεδόν αδύνατον να ενισχυθεί η θωράκιση του αεροσκάφους ώστε να επιβιώσει μίας βομβιστικής επίθεσης, δεδομένου ότι ακόμα και η ασθενέστερης ισχύος έκρηξη εντός ενός αεροσκάφους μεσούσης της πορείας του μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική για αυτό.


Στην δεκαετία του '60, η αεροπειρατεία-κατέστη γνωστή ως 'hijacking' ή 'skyjacking'-υπήρξε η κύρια μορφή τρομοκρατικής επίθεσης σε ό,τι έχει να κάνει με την εναέρια κυκλοφορία. Ύστερα από τρεις αεροπειρατείες σε αμερικανικές αερογραμμές που είχαν προορισμό την Κούβα το 1961, ο Πρόεδρος John F. Kennedy ανέθεσε σε ειδική διυπηρεσιακή ομάδα το έργο της χάραξης στρατηγικής με σκοπό την αποτροπή της 'εναέριας πειρατείας', η οποία έγινε πιο γνωστή με τον όρο 'αεροπειρατεία'. Σε περισσότερες από 200 αεροπειρατείες που έλαβαν χώρα στην διάρκεια του '60, εκ των οποίων οι 80 έπληξαν αερογραμμές αμερικανικών συμφερόντων, πραγματοποιήθηκαν από ανθρώπους που αιτούνταν πολιτικού ασύλου σε άλλα έθνη ή με άλλα λόγια επρόκειτο για εγκληματίες που κατελάμβαναν αεροσκάφη και εν συνεχεία υποχρέωσαν τα πληρώματά τους να αλλάξουν πορεία προκειμένου να αποφύγουν την σύλληψη στο έδαφος της χώρας προέλευσής τους. Ελάχιστες υπήρξαν οι περιπτώσεις όπου οι όμηροι παρέμειναν εντός καθηλωμένου αεροσκάφους. Πάρθηκαν αντίμετρα από έθνη, οι αερογραμμές των οποίων έτειναν να στοχοποιηθούν με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα, αναλήφθηκαν πρωτοβουλίες όπως το πρόγραμμα U.S (Federal) Sky Marshal το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 1970, βάσει της οποίας οδηγίας υποχρεώνονταν αξιωματούχοι να ταξιδέψουν εν κρυπτώ σε (προ) επιλεγμένες πτήσεις · η σκιαγράφηση προφίλ υπόπτων και η προ-επιβίβασης ανάκριση επιβατών που προτίθεντο να χρησιμοποιήσουν τις αερογραμμές της El Al · παράλληλα υπήρξε εντατικοποίηση του ελέγχου των επιβατών και των αποσκευών τους σε δρομολόγια που εκτελούνταν από και προς βρετανικά, γαλλικά και γερμανικά διεθνή αεροδρόμια. Τέτοια προγράμματα εκπονήθηκαν προκειμένου να αποτρέψουν τους επίδοξους αεροπειρατές. Το 1972 η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών αξίωσε την διενέργεια ενδελεχούς ελέγχου των αποσκευών με την μέθοδο 'X-ray Screening', ενώ επιβάτες και λοιποί υποχρεώνονταν να περάσουν διαμέσου μαγνητικών πυλών προτού τους επιτραπεί η είσοδος εντός της ζώνης επιβίβασης στους χώρους των αεροδρομίων. Συνέπεια αυτών των μέτρων ήταν να περιοριστούν οι αεροπειρατείες από ποσοστό της τάξης 33% μεταξύ 1968-1969 σε 7% την δεκαετία του '70 και σε 4% την δεκαετία του '80. Παρόλο που οι αεροπειρατείες ανήλθαν σε ποσοστό 10% των συνολικών τρομοκρατικών περιστατικών στην διάρκεια του '90, αυτό οφείλεται εν μέρει στην πτώση αυτών σε απόλυτους αριθμούς σε παγκόσμια κλίμακα.

Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε έθνη που παρείχαν άσυλο σε αεροπειρατές μείωσαν τον αριθμό των ελκυστικών προορισμών στους επίδοξους αεροπειρατές, όπως επίσης τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας που τηρήθηκαν στα περισσότερα αεροδρόμια των περισσότερων αναπτυγμένων εθνών κατέστησαν το φαινόμενο της αεροπειρατείας περιορισμένο σε υποανάπτυκτες χώρες με ελάχιστη αερολιμενική ασφάλεια. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία, το Ισραήλ, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και πιο πρόσφατα, το Περού, ανέπτυξαν μεθόδους διάσωσης και απεγκλωβισμού των ομήρων που εξωθούσαν τους αεροπειρατές να βρεθούν σε ευδιάκριτη μειονεκτική θέση έναντι των δυνάμεων ασφαλείας.

Με τον περιορισμό της δυνατότητας αεροπειρατείας, η πλειονότητα των δραστών που προέβαιναν σε τέτοιες ενέργειες εξωθήθηκαν στην κατά πολύ πιο θανάσιμη πρακτική των βομβιστικών επιθέσεων μεσούσης της πτήσης. Από το 1985 και έκτοτε, περίπου 1.000 επιβάτες και μέλη πληρωμάτων έχουν σκοτωθεί εξαιτίας 'φυτεμένων' βομβών σε αεροπλάνα της γραμμής. Μολονότι οι αποσκευές και τα λοιπά αντικείμενα των επιβατών περνούσαν από έλεγχο 'X-ray', αυτό δεν στάθηκε ικανό ώστε να εντοπιστούν όλες οι βόμβες. Το 1986 ο Nizar Hindawi σχεδίασε να φέρει στην κατοχή του μία βαλίτσα εντός της πτήσης της El Al, όπου το εκρηκτικό είχε επιστρωθεί προσεκτικά ομοιόμορφα σε ολόκληρη την αποσκευή, καθιστώντας το μη ανιχνεύσιμο σε 'X-ray'. Οι περισσότερες εκρηκτικές ύλες μπορούν να ανιχνευτούν από συσκευές προβολής ενεργοποίησης νετρονίων, ωστόσο αυτές είναι δαπανηρές και δεν εντοπίζουν με βεβαιότητα διάφορα υλικά όπως το 'Semtex', ένα εξελιγμένο πλαστικό εκρηκτικό που παρήχθη από το πρώην κομμουνιστικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας, καθώς μεγάλες ποσότητες του οποίου διοχετεύτηκαν στο καθεστώς του Muammar Qaddafi στην Λιβύη.

Κατόπιν της επίθεσης στην πτήση 103 της Παν Αμέρικαν, ο Πρόεδρος George H. W. Bush ίδρυσε μία Επιτροπή του Λευκού Οίκου για ζητήματα που άπτονται της εναέριας ασφάλειας και προστασίας ('Aviation Safety and Security'), η οποία ήταν επιφορτισμένη με την ελαχιστοποίηση της τρωτότητας σε ό,τι αφορούσε την ταξιδιωτική ασφάλεια καθώς και προτάσεις εξέλιξης της εναέριας ασφάλειας. Δύο αναφορές συντάχθηκαν, η πρώτη τον Μαϊο του 1990 και η δεύτερη τον Σεπτέμβριο του 1996.

Παρόλο η Επιτροπή αξίωσε αυξημένη χρηματοδότηση για την εναέρια προστασία ύψους 430 εκατομμύρια δολάρια, δια της Αναθεωρημένης-Επηυξημένης Ομοσπονδιακής Νομοθετικής Πράξης του 1996 που αφορά τα ανέρια μέσα (Νόμος 104-264), ενεργοποιήθηκε από τον Πρόεδρο Bill Clinton στις 9 Οκτωβρίου 1996, όπου επικυρώθηκε χορήγηση ποσού ύψους 1.097 δισεκατομμύρια δολάρια υπέρ της ανάπτυξης αντιτρομοκρατικών μέσων προστασίας, εκ των οποίων τα 190 εκατομμύρια θα προωθούνταν απευθείας στην Ομοσπονδιακή Αεροπορική Διοίκηση (*'Federal Aviation Administration ή FAA' είναι τα αρχικά της Εθνικής υπηρεσίας πολιτικής αεροπορίας των Ηνωμένων Πολιτειών) για την ανάπτυξη προστασίας των αεροδρομίων.

Οι ακόλουθες συμβάσεις και συνθήκες αναφέρονται σε τρομοκρατικές και άλλες απειλές σε σχέση με την προστασία των αερογραμμών: η Σύμβαση του Σικάγο του 1944 όσον αφορά την Διεθνής Πολιτική Αεροπορία, 'Annex 17', βάσει της οποίας τέθηκαν τα διεθνή πρότυπα για την προστασία των πολιτικών αεροσκαφών · η Σύμβαση του Τόκυο του 1963 που αφορά αδικήματα και ορισμένες άλλες πράξεις που διαπράττονται επί των αεροσκαφών · η Σύμβαση της Χάγης που αφορά την κατάληψη αεροσκαφών, η οποία αποτέλεσε την βάση του ισχύοντος νόμου που αφορά την καταπολέμηση της αεροπειρατείας στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλα έθνη · η Σύμβαση του Μόντρεαλ για την καταστολή παράνομων πράξεων που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των αεροσκαφών · το Πρωτόκολλο του 1988 που αφορά την καταστολή πράξεων βίας σε αεροδρόμια που εξυπηρετούν τις διεθνείς αερομεταφορές, η οποία συμπληρώνει την Σύμβαση του Μόντρεαλ του 1971.


Ύστερα από το χειρότερο περιστατικό αεροπειρατείας μέχρι σήμερα, το οποίο αφορά την κατάληψη τεσσάρων επιβατικών αεροσκαφών που έμελλε να χρησιμοποιηθούν στις επιθέσεις αυτοκτονίας που πραγματοποιήθηκαν εναντίον του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και του Πενταγώνου στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, ο Πρόεδρος George W. Bush ανακοίνωσε στις 27 του ίδιου μήνα ότι γύρω στους 4.000 Εθνοφρουρούς θα μετατίθονταν προκειμένου να ενισχύσουν την προστασία των 420 εμπορικών αεροδρομίων εντός της επικράτειας των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης πρότεινε σχέδια για την αύξηση της μέριμνας σε ζητήματα εκπαίδευσης, προετοιμασίας και ευκαιρίες απασχόλησης για τους 28.000 εργαζόμενους που απασχολούνταν με την έρευνα επιβατών και αποσκευών. Στις 19 Νοεμβρίου 2001 το Κογκρέσο υπερψήφισε την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για την Προστασία της Αεροπορίας και των Μεταφορών (U.S. Code Title 49, Chapter 1, sec. 114-145) που οδήγησε στη δημιουργία της Διεύθυνση Προστασίας Αερομεταφορών (*Transportation Security Administration ή TSA), η οποία στο εξής θεωρούνταν υπεύθυνη για την έρευνα επιβατών και αποσκευών κατά την προσέλευσή τους στις ζώνες επιβίβασης στα αεροδρόμια των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στην αναφορά της αρμόδιας επιτροπής του 2004 για την 11η Σεπτεμβρίου, διαπιστώθηκε ότι η έκβαση της αεροπορικής προστασίας και της προστασίας των αερομεταφορών του 2001 υπήρξε ανεπιτυχής, οπότε το εκπονηθέν πρόγραμμα 'U.S Sky Marshal' τέθηκε σε λειτουργία προκειμένου να προχωρήσουν οι προσλήψεις αξιωματούχων με πολιτική περιβολή. Ύστερα από το ματαιωθέν σχέδιο πολλαπλών βομβιστικών επιθέσεων εναντίον αμερικανικών-βρετανικών αερογραμμών τον Αύγουστο του 2006, η Ομοσπονδιακή Αεροπορική Διοίκηση έθεσε απαγορευτικό στην μεταφορά εμφιαλωμένων υγρών και τζελ, με εξαίρεση τα παρασκευάσματα για βρέφη, υπό τον όρο να μεταφέρονται στις χειραποσκευές.

Sean K. Anderson & Stephen Sloan 'Historical Dictionary of Terrorism', The Scarecrow Press, Inc.(2009)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου