Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

ΟΠΛΑ - ΟΠΛΟΦΟΡΙΑ - ΟΠΛΟΧΡΗΣΙΑ



1.         42/1999 ΕΦ (ΜΟΔ) ΘΕΣΣΑΛ (274003
Οπλοχρησία. Για να θεωρηθεί ένα αντικείμενο ως όπλο, ώστε να
στοιχειοθετηθεί το ανωτέρω έγκλημα, θα πρέπει από κατασκευής του να
είναι πρόσφορο, δηλ. να προορίζεται ως μέσο επίθεσης ή άμυνας και όχι
απλώς να είναι ικανό να επιφέρει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπο.
Το τσεκούρι της κουζίνας, ως αντικείμενο μέσω του οποίου διεπράχθησαν
τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας και της αποπείρας ανθρωποκτονίας εξ
αμελείας, δεν μπορεί να θεωρηθεί όπλο κατά το ν. 2168/1993 και γι` αυτό
η χρήση του δεν στοιχειοθετεί καμμία οπλοχρησία (με παρατηρήσεις Θωμά
Σαμίου, σε ΠοινΧρ 1998 σελ. 100
Με την παρ. 1 του άρ. 1 του Νόμου αυτού (2168/93) προσδιορίζονται ρητώς τα αντικείμενα τα οποία οπό κατασκευής (εμφανώς) προορίζονται ως μέσα επίθεσης ή άμυνας ή για την
πρόκληση των αποτελεσμάτων που αναφέρονται στο στοιχείο α`. Η πρώτη
αυτή παράγραφος οριοθετεί υποχρεωτικά και την έννοια της παρ. 2 του
ίδιου άρθρου, ώστε να μην υπάρχει παραβίαση του άρ. 7 παρ. 1 του Συντ.
Σύμφωνα με την προαναφερόμενη παρ. 2, όπλα θεωρούνται επίσης τα
αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα και αυτά αναφέρονται
ενδεικτικά, με έννοια συσταλτική, γιστί πρόκειται για ποινική διάταξη.
Αντό σημαίνει ότι για να θεωρηθεί αεπίσης,, (επ` ίσης βαθμίδας, στον
(σο βαθμό) ένα αντικείμενο ως όπλο πρέπει από κστασκευής να είναι
πρόσφορο (να προορίζεται) για επίθεση ή άμυνα και όχι απλώς να είναι
ικανό να επιφέρει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπο κ.λπ. ~βλ. παρ,
lα`). Οτι αυτή είναι η έννοια της παρ. 2 σαφές καθίστσται (και ασαφής
να ήταν θα λειτουργούσε υπέρ του κατηγορουμένου) από τα απαριθμούμενα
αντικείμενα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα μαχαίρια (δεν είναι
απλά σίδερα) κάθε είδους εκτός εκείνων που η κατοχή τους δικαιολογείται
για οικιακή ή επαγγελματική ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία ή
συναφή χρήση. Το "άλλη συναφή χρήση" πρέπει να νοηθεί για άλλη βιαστική
ανάγκη. Αυτά τα αντικείμενα, ως αναμενόμενα στις βιαστικές ανάγκες, δεν
είναι όπλα και δεν περιλαμβάνονται στη ρύθμιση του Ν. 2168/93, δηλ.
είναι εκτός αυτού, γι` αντό και δεν απαγορεύεται να τα κατέχει ή να
φέρει κάποιος μαζί του (βλ. σχετ. ΑΠ 60/95 Ποινχρ ΜΕ/331. ΑΠ
1092/95 Ποινχρ ΜΣΤ/103). Αν ο νομοθέτης ήθελε να θεωρείται όπλο κάθε
αντικείμενο που μπορεί να χρησιμεύσει για επίθεση άμυνα, δεν χρειαζόταν
η εκτενής περιγραφή που κάνει με το παρ. 1 του Ν. 2168/93, αφού θα
αρκούσε μόνο το αρχικό εδάφιο της παρ. 2 ότι "όπλα θεωρούνται τα
αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για επίθεση ή άμυνα. Και
βέβαια ο επιτιθέμενος ή αμυνόμενος επιφέρει συνήθως κακώσεις ή βλάβη
της υγείας σε τρίτο. Μια τέτοια, όμως, διστύπωση θα καθιστούσε όπλα
σχεδόν όλα τα υλικά αγαθά. `Ετσι, θα ήταν όπλα τα σκυλιά, οι πέτρες, τα
τσεκούρια, σκαπάνια, λαιμοδέτες, τα καθίσμστα, αυτοκίνητα, τρακτέρ
κ.ο.κ. Σε μια τέτοια περίπτωση τα αποτελέσματα δεν θα ήταν καθόλου
λογικά, γιατί ναι μεν επιτρέπεται η αγοραπωλησία τους (λ.χ. ενός
τσεκουριού), αλλά ο αγοραστής δεν θα μπορούσε να τα μεταφέρει στο σπίτι
του, αφού αναγκαία θα "φέρονται" από αυτόν και άρα θα έπρεπε να ζητήσει
άδεια από την αστυνομική αρχή, η οποία δεν θα μπορούσε να τη χρρηγήσει,
γιατί αυτή παρέχεται για ατομική ασφάλεια ή προστασία προσώπου ή
πραγμάτων (άρ. 10 παρ. 3 Ν. 2168/93) και τέτοιες προϋποθέσεις δεν θα
επικαλούνταν ο σηοραστής ως μη υφιστάμενες και έτσι δεν θα μπορούσε να
παραλάβει και μεταφέρει το συγκεκριμένο αντικείμενο (λ.χ. τσεκούρι),
όπερ έκδηλος άτοπο, λαμβανομένης υπόψη και της πραγματικής κατάστασης
(κυκλοφορίας πυροβόλων όπλων κάθε λογής). Το αν ένα πράγμα είναι όπλο ή
όχι κρίνεται αντικειμενικά και όχι σπό το αποτέλεσμα, δηλαδή από το ότι
χρησιμοποιήθηκε για εγκληματικό σκοπό, γιστί τότε θα ήταν "όπλα" και τα
φάρμακα σε επικίνδυνες δόσεις. `Υστερα από όλα αυτά, το Δικαστήριο
ομόφωνα και χωρίς καμιά αμφιβολία (που θα ήταν αρκετή για τον
κατηγορούμενο) καταλήγει στην κρίση ότι κανένα τσεκούρι (ούτε
συνηθισμένο μαχαίρι) δεν είναι όπλο.
   Σύμφωνα με το άρ. 14 του Ν. 2168/93, το έγκλημα της οπλοχρησίας
στοιχειοθετείται όταν κάποιος "με τη χρήση όπλου ή άλλου αντικειμένου
αναφερόμενου στον παρόντα νόμο διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα".
Δηλαδή, κστά τη διάταξη αυτή, υπάρχει οπλοχρησία όταν διαπράττεται
κακούργημα ή πλημμέλημα με ένα από τα αντικείμενα που προσδιορίζονται
ως όπλα σπό το άρ. 1 του ίδιου νόμου και αυτό σημαίνει ότι ένα
αντικείμενο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί όπλο από το ότι χρησιμοποιήθηκε
για εγκληματικό αποτέλεσμα, γιατί τότε το αντικείμενο αυτό θα αναγόταν
"αναδρομικά" σε όπλο και κάτι τέτοιο είναι εντελώς αντίθετο με τη σαφή
έννοια της προαναφερόμενης διάταξης, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρ.
7 παρ. 1 του Συντάγμστος (ΕφΘεσσαλ 1163/1996 Ποινχρ ΜΣΤ/1710). Στην
προκειμένη περίπτωση αποδίδεται στον κατηγορούμενο η αξιόποινη πράξη
για την οποία και καταδικάστηκε πρωτόδικα σε μια ποινή, της οπλοχρησίας
(μιας), η οποία συνίσταται στο ότι με τη χρήση τσεκουριού (κουζίνας)
διέπραξε τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας και απόπειρας ανθρωποκτονίας
(κακουργήματα), καθώς και της επικίνδυνες σωματικής βλάβης
(πλημμέλημα). Το πράγμα, όμως, αυτό δεν είναι όπλο, κστά το Ν. 2168/93,
και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται καμιά οπλοχρησία, όπως δεν θα
στοιχειθετούνταν αν χρησιμοποιούσε απλό λαιμοδέτη (γραβάτα).
Επομένως, για την πράξη αυτή (ή πράξεις αντές) πρέπει να κηρυχθεί
αθώος. Βέβαια άλλο είναι το ζήτημα ότι για την εκτίμηση της βαρύτητας
των εγκλημάτων που διέπραξε ο κατηγορούμενος θα ληφθεί υπόψη το μέσο
που χρησιμοποίησε (άρ. 79 παρ. 2 ΠΚ). Θα πρέπει τέλος, να σημειωθεί
κάθε πράξη έχει την αυτοτέλειά της και η απαξίωση γι` αυτή δεν επιφέρει
άμεσα απαξίωση άλλης.

2.  1092/1995 ΑΠ (145950)

 Παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Ο σιδηροδοκός αποτελεί όπλο με
    την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 περ. ζ` του Ν.495/76. Τέλεση βαρείας
    σωματικής βλάβης με τη χρήση σιδηροδοκού. Αληθής συρροή μεταξύ των
    τελεσθέντων εγκλημάτων.                                      
       Επειδή,  κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περίπτωση ζ` του  νόμου
     495/1976,  το  περιεχόμενο της οποίας συμπίπτει με εκείνο της διάταξης
     του άρθρου 1 παρ. 2  του  νόμου  2169/1993,  όπλα  θεωρούνται  και  τα
     αντικείμενα που είναι πρόσφορα γιά επίθεση και άμυνα. Αν στη δικαστική
     απόφαση  υπάρχει αντίφασηη ή ασάφεια ως προς την ιδιότητα αντικειμένου
     ως όπλου κατά την παραπάνω περίπτωση ζ` υπαρχει εκ  πλαγίου  παραβίαση
     της διάταξης αυτής και δημιουργείται ο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.
     Ε`  ΚΠοινΔ. λόγος αναιρέσεως γιατί δεν είναι δυνατός ο έλεγχος από τον
     Αρειο Πάγο γιά την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην  προκειμένη  υπόθεση,
     όπως  προκύπτει  από  το αιτιολογικό σε συνδιασμό με το διατακτικό, τα
     οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, της προσβαλλόμενης  υπ`  αριθμ.
     32/1995  απόφασης,  το  Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών, μετά από εκτίμηση
     και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων,δέχθηκε,  κατά  την
     ανέλεκτη ουσιαστική κρίση του,

4. 38/2001 ΕΦ ΠΕΙΡ (ΠΟΙΝ) (300043)

Παράνομη οπλοκατοχή. Η κατοχή περισσοτέρων όπλων και λοιπών
περισσοτέρων διαφόρων αντικειμένων συνιστά ένα μόνο έγκλημα οπλοκατοχής
και όχι περισσότερα εγκλήματα. Εάν όμως μεταξύ των παρανόμως
κατεχομένων όπλων υπάρχει και κυνηγετικό όπλο, τότε υπάρχει αληθής κατ`
ιδέα συρροή μεταξύ της κατοχής αυτού και των λοιπών όπλων, διότι η
παράνομη κατοχή κυνηγετικού όπλου συνιστά ίδιο και αυτοτελές έγκλημα.
(με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση). Βλ. σημείωση Α.Κ.Ζ. στον Αρμ.
  Επειδή κατά το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 2168/1993 "Ρύθμισις θεμάτων
αφορώντων όπλα κλπ.", η κατοχή όπλων και λοιπών αντικειμένων,
διαλαμβανομένων εις το άρθρον 1 του παρόντος νόμου απαγορεύεται,
εκτός των περιπτώσεων αι οποίαι προβλέπονται υπό των διατάξεων του
νόμου τούτου. Εκ της διατάξεως αυτής προκύπτει σαφώς, ότι η κατοχή
πλειόνων διαφόρων όπλων και λοιπών πλειόνων διαφόρων αντικειμένων,
διαλαμβανομένων εις το άρθρον 1 του προαναφερθέντος νόμου, συνιστά έν
μόνον έγκλημα οπλοκατοχής και όχι πλείονα τοιαύτα. Δεν υπάρχει δηλαδή
αληθής κατ` ιδέαν συρροή τόσων εγκλημάτων οπλοκατοχής, όσα είναι τα
όπλα τα οποία κατέχει παρανόμως ο δράστης. Τούτο προκύπτει ου μόνον
εκ της γραμματικής διατυπώσεως της ρηθείσης διατάξεως και δη του
χρησιμοποιουμένου πληθυντικού αριθμού, αλλά και εκ της ταυτότητος του
εννόμου αγαθού το οποίον τίθεται εις κίνδυνον υπό του δράστου διά της
υπ` αυτού κατοχής πλειόνων όπλων. Η συγκεκριμένη δηλαδή δημοσία τάξις
του χώρου εις τον οποίον ευρίσκονται τα όπλα τα οποία κατέχει ο δράστης
(Πεντ. Εφ.Πειρ. 6/2000, ΝοΒ 48 σελ. 856, Ι. Μπέκα, Οπλα κλπ. έκδ. 1995,
σελ. 146, παρατηρήσεις Ι. Μανωλεδάκη υπό την ΤριμΕφΑθ 124/1993, Υπερ
1993 σελ. 1326, βλ. όμως και την απόφασιν ταύτην, ως και εις ΕλλΔνη 34
σελ. 461). Εάν όμως μεταξύ των παρανόμως κατεχόμενων όπλων υπάρχη και
κυνηγετικόν όπλον, τότε υφίσταται αληθής κατ` ιδέαν συρροή μεταξύ της
κατοχής των λοιπών όπλων και της κατοχής κυνηγετικού όπλου, δεδομένου
ότι η παράνομος κατοχή κυνηγετικού όπλου συνιστά ίδιον και αυτοτελές
έγκλημα, προβλεπόμενον υπό της διατάξεως του άρθρου 8 του ν. 2168/1993.
Εξ άλλου, επί παρανόμου κατοχής πλειόνων διαφόρων όπλων και λοιπών
διαφόρων αντικειμένων διαλαμβανομένων εις το άρθρον 1 του νόμου αυτού,
τιμωρουμένων άλλων μεν κατά την περ. α` της παρ. 8 του άρθρου 7 διά
ποινής φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον
200.000 δραχμών, άλλων δε κατά την περ. β` της αυτής παραγράφου διά
φυλακίσεως μέχρις ενός έτους, θα επιβληθή μία μόνον ποινή.
Συγκεκριμένως, θα επιβληθή η ποινή η οποία προβλέπεται διά την
παράνομον κατοχήν του βαρύτερον τιμωρουμένου όπλου, διότι αύτη μόνον
καλύπτει την απαξίαν όλων των παρανόμως κατεχομένων όπλων (πρβλ.
Α.Π. 172/1983 Ποιν. Χρ. ΛΓ σελ. 725, ΤριμΕφΠατρ. 237/1996 αδημ).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου