Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

ΝΟΜΟΣ .Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Άρθρο 1
Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας
1. Για την πρόσβαση σε επαγγέλματα και την άσκησή
τους ισχύει η αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας (άρθρο
5 παρ. 1 του Συντάγματος).
2. Οι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας που αφορούν
στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων επιβάλλεταινα ερμηνεύονται σε αρμονία προς την αρχή της
επαγγελματικής ελευθερίας και της προστασίας του ανταγωνισμού. Διατάξεις που προβλέπουν περιορισμούς στην
πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων είναι στενώς
ερμηνευτέες.
Άρθρο 2
Κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών
στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων
1. Οι προβλεπόμενοι στην ισχύουσα νομοθεσία περιορισμοί που αφορούν στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων, πέραν εκείνων των επαγγελμάτων για τα οποία
διαλαμβάνεται ρύθμιση στο κεφάλαιο Β΄ του παρόντος,
καταργούνται μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από
τη δημοσίευση του παρόντος.
2. Ως περιορισμοί, κατά την έννοια της προηγούμενης
παραγράφου, νοούνται οι εξής:
α) Η ύπαρξη, δυνάμει προβλέψεως νόμου, περιορισμένου
αριθμού προσώπων τα οποία δικαιούνται να ασκήσουν το
επάγγελμα σε όλη την επικράτεια ή σε ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, είτε ο αριθμός αυτός ορίζεται ευθέως
είτε προσδιορίζεται εμμέσως βάσει πληθυσμιακών ή άλλων κριτηρίων και χορήγηση διοικητικής αδείας για την
άσκηση του επαγγέλματος μόνο προς συμπλήρωση του
αριθμού τούτου.
β) Η εξάρτηση της χορηγήσεως διοικητικής αδείας για την
άσκηση επαγγέλματος από την εκτίμηση της διοικητικής
αρχής ως προς την ύπαρξη πραγματικής ανάγκης προς τούτο, που θεωρείται συντρέχουσα όταν η προσφορά υπηρεσι

«Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων», για επαγγέλματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη

ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
1
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡΙΘΜ. 13/VΙ/2012
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε στην αίθουσα Συνεδριάσεων του 1ου ορόφου, του κτιρίου των Γραφείων
της (Κότσικα 1Α & Πατησίων), την 12η Ιανουαρίου 2012, ημέρα Πέμπτη και ώρα
10:00, με την εξής σύνθεση:
Πρόεδρος: Δημήτριος Κυριτσάκης.
Μέλη: Ιωάννης Μπιτούνης,
Δημήτριος Λουκάς,
Εμμανουέλα Τρούλη,
Νικόλαος Τραυλός,
Δημήτριος Δανηλάτος,
Δημήτριος Αυγητίδης και
Φραγκίσκος Αρμάος, λόγω κωλύματος τακτικού μέλους.
Γραμματέας: Ευαγγελία Ρουμπή.
Θέμα της συνεδρίασης ήταν η σύνταξη γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής
Ανταγωνισμού, βάσει του άρθρου 23 του ν. 3959/2011 επί των αιτημάτων εξαίρεσης
από τις διατάξεις του ν. 3919/2011 «Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας,
κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση
επαγγελμάτων», για επαγγέλματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Προστασίας του
Πολίτη.
Στις 11.11.2011 παρελήφθη από την Επιτροπή Ανταγωνισμού το υπ’ αριθμ. πρωτ.
7161 έγγραφο του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη [Αρχηγείο Ελληνικής
Αστυνομίας, Δ/νση Οργάνωσης – Νομοθεσίας, Τμήμα 3ο Νομικών Υποθέσεων], που
έφερε ημερομηνία 7.11.2011 και είχε ως θέμα: «Διατήρηση έκδοσης διοικητικής
άδειας για την άσκηση επαγγελμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Προστασίας του
Πολίτη». Δια του εγγράφου αυτού, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη διαβίβασε
σχέδιο Π.Δ. με τον τίτλο του θέματος («σχέδιο Π.Δ.») και Σημείωμα στο οποίο
εκτίθενται οι λόγοι διατήρησης του καθεστώτος λήψης προηγούμενης διοικητικής
άδειας για τα διαλαμβανόμενα στο σχέδιο Π.Δ. επαγγέλματα (σχετικά είναι επίσης το
με αριθμ. πρωτ. 1016/6/291-νέ έγγραφο της Δ/νσης Οργάνωσης – Νομοθεσίας του
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
2
Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας που διαβιβάσθηκε στην Επιτροπή Ανταγωνισμού
με το υπ’ αρ. πρωτ. 43081/1379/06.10.2011 –ημετ. αριθμ. πρωτ. 6347/7.10.2011-
έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών και η σε συνέχεια αυτού επιστολή της
Επιτροπής Ανταγωνισμού προς το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη με αριθμ.
πρωτ. οικ. 6793/27.10.2011).
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού αφού έλαβε υπόψη της το ως άνω έγγραφο του
Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, το σχέδιο προεδρικού διατάγματος και την υπ’
αριθμ. πρωτ. 218/11.1.2012 εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΩΣ ΕΞΗΣ:
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της και, ιδίως, βάσει
του άρθρου 23 παρ. 3 του Ν. 3959/2011, διατυπώνει, ενόψει της σχεδιαζόμενης
προώθησης για ψήφιση στη Βουλή ενιαίου νόμου για την εξαίρεση από τις
διατάξεις του Ν. 3919/2011 από το Υπουργείο Οικονομικών την ακόλουθη γνώμη
της, επί του σχεδίου προεδρικού διατάγματος για το δικαιολογημένο ή όχι
χαρακτήρα και τη συμβατότητα με τις διατάξεις περί προστασίας του ελεύθερου
ανταγωνισμού, της διατήρησης απαιτήσεων έκδοσης προηγούμενης διοικητικής
άδειας επί των ακολούθων επαγγελμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου
Προστασίας του Πολίτη:
− εμπορίας περιστρόφων, πιστολιών, όπλων σκοποβολής (απαίτηση
προηγούμενης διοικητικής άδειας που προβλέπεται στο άρθρο 6 του Ν.
2168/1993),
− παρασκευής εκρηκτικών υλών, κατασκευής, μετασκευής, συναρμολόγησης,
επεξεργασίας, επισκευής πυροβόλων όπλων και γόμωσης, αναγόμωσης
φυσιγγίων πυροβόλων όπλων (απαίτηση προηγούμενης διοικητικής άδειας
που προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 2168/1993),
− γόμωσης φυσιγγίων κυνηγετικών όπλων για εμπορία (απαίτηση
προηγούμενης διοικητικής άδειας που προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ. 3 του Ν.
2168/1993),
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
3
− εμπορίας ειδών πυροτεχνίας και συσκευών εκτόξευσης φωτοβολίδων
(απαίτηση προηγούμενης διοικητικής άδειας που προβλέπεται στα άρθρα 4
παρ. 1 και 5Α παρ. 2 του νόμου 456/1976),
− κατασκευής ειδών πυροτεχνίας και συσκευών εκτόξευσης φωτοβολίδων
(απαίτηση προηγούμενης διοικητικής άδειας που προβλέπεται στα άρθρα 3
και 5Α παρ. 2 του Ν. 456/1976),
− λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας
(απαίτηση προηγούμενης διοικητικής άδειας που προβλέπεται στο άρθρο 2
του Ν. 2518/1997),
− εργασίας προσωπικού ασφαλείας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών
ασφαλείας (απαίτηση προηγούμενης διοικητικής άδειας που προβλέπεται στο
άρθρο 3 του Ν. 2518/1997),
− λειτουργίας γραφείων ιδιωτικών ερευνών (απαίτηση προηγούμενης
διοικητικής άδειας που προβλέπεται στο άρθρο 11 του Ν. 2518/1997),
− εργασίας προσωπικού σε γραφεία ιδιωτικών ερευνών (απαίτηση
προηγούμενης διοικητικής άδειας που προβλέπεται στο άρθρο 11 του Ν.
2518/1997).
2. Η παρούσα εισήγηση περιορίζεται στην εξέταση του δικαιολογημένου, εύλογου
και αναλογικού χαρακτήρα των προς διατήρηση απαιτήσεων προηγούμενης
διοικητικής άδειας εξ επόψεως των αρχών και κανόνων του ελεύθερου
ανταγωνισμού και του ευρωπαϊκού δικαίου. Οι κατωτέρω απόψεις είναι αυστηρά
γενικές και δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένες συμπεριφορές που κρίνονται με
βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Ν. 3959/2011 και 101 και 102 της
Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Αναφέρονται
δε σε ζητήματα ουσίας του δικαίου του ανταγωνισμού ενώ δεν άπτονται
ζητημάτων διαδικασίας και τύπου θέσπισης των εξαιρέσεων. Δεν δεσμεύουν την
Επιτροπή Ανταγωνισμού σε υπάρχουσες ή μελλοντικές υποθέσεις και
διαδικασίες, και, ενδεικτικά, σε σχέση με τυχόν ρυθμιστικά εμπόδια που δεν
περιλαμβάνονται στο ως άνω αίτημα. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιφυλάσσεται
να επανέλθει στο μέλλον αναφορικά με κινδύνους εμφάνισης αντιανταγωνιστικών
συνεπειών, κατά την εξειδίκευσή τους από το νομοθέτη ή την εκτελεστική
εξουσία.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
4
3. Η παρούσα εισήγηση περιορίζεται στην εξέταση του δικαιολογημένου, εύλογου
και αναλογικού χαρακτήρα των προς διατήρηση απαιτήσεων προηγούμενης
διοικητικής άδειας εξ επόψεως των αρχών και κανόνων του ελεύθερου
ανταγωνισμού και του ευρωπαϊκού δικαίου. Οι κατωτέρω απόψεις είναι αυστηρά
γενικές και δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένες συμπεριφορές που κρίνονται με
βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Ν. 3959/2011 και 101 και 102 της
Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Αναφέρονται
σε ζητήματα ουσίας του δικαίου του ανταγωνισμού, ενώ δεν άπτονται ζητημάτων
διαδικασίας και τύπου θέσπισης των εξαιρέσεων. Δεν δεσμεύουν την Επιτροπή
Ανταγωνισμού σε υπάρχουσες ή μελλοντικές υποθέσεις και διαδικασίες, και,
ενδεικτικά, σε σχέση με τυχόν ρυθμιστικά εμπόδια που δεν περιλαμβάνονται στο
ως άνω αίτημα. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιφυλάσσεται να επανέλθει στο
μέλλον αναφορικά με κινδύνους εμφάνισης αντιανταγωνιστικών συνεπειών, κατά
την εξειδίκευσή τους από το νομοθέτη ή την εκτελεστική εξουσία.
ΙΙ. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
4. Όπως κρίθηκε στη σχετική γνωμοδότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού «Αρχή
της Επαγγελματικής Ελευθερίας. Κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην
πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων», επειδή η άσκηση των λεγόμενων
«ελευθέριων επαγγελμάτων» άπτεται σε ορισμένες περιπτώσεις του δημοσίου
συμφέροντος, σε πολλές έννομες τάξεις τα επαγγέλματα αυτά είναι αντικείμενο
ρυθμιστικών κανόνων που θεσπίζονται είτε από το ίδιο το Κράτος, είτε από
επαγγελματικές ενώσεις στα πλαίσια αυτορρύθμισης. Η ύπαρξη σχετικών
ρυθμιστικών κανόνων στις περισσότερες των περιπτώσεων δημιουργεί
προβλήματα στους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού. Τόσο στο Ελληνικό,
όσο και στο Ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού, η βασική αρχή είναι, ότι τα
παραπάνω χαρακτηριστικά δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για κάποιου είδους
γενική εξαίρεση των ελευθέριων επαγγελμάτων από το πλαίσιο του ελεύθερου
ανταγωνισμού. Ωστόσο, ορισμένος βαθμός ρύθμισης των επίμαχων
επαγγελμάτων μπορεί να δικαιολογείται, ιδιαίτερα ενόψει του ότι οι σχετικές
υπηρεσίες έχουν επιπτώσεις σε τρίτους, και ότι ορισμένες επαγγελματικές
υπηρεσίες θεωρείται ότι παράγουν δημόσια αγαθά, επωφελή για το κοινωνικό
σύνολο γενικότερα. Επομένως, ρυθμίσεις για τη διατήρηση της ποιότητας των
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
5
επαγγελματικών υπηρεσιών και την προστασία των καταναλωτών / του
κοινωνικού συνόλου μπορεί να είναι απαραίτητες1. Στην εν λόγω Γνωμοδότηση
επισημαίνεται, εξάλλου, ότι, όπως γίνεται δεκτό διεθνώς, οποιοιδήποτε
περιορισμοί του ανταγωνισμού θα πρέπει να είναι απόλυτα αναγκαίοι για την
προστασία ενός συγκεκριμένου υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος ή αγαθού και
να μην είναι δυνατό αυτό να προστατευθεί μέσω λιγότερο περιοριστικών
μέτρων2.
ΙΙΙ. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΑΝΑ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ
Α. ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΩΝ, ΠΙΣΤΟΛΙΩΝ, ΟΠΛΩΝ ΣΚΟΠΟΒΟΛΗΣ ΚΑΙ
ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΕΙΔΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ Ν. 2168/1993
5. Οι συγκεκριμένες δραστηριότητες ρυθμίζονται από το Ν. 2168/1993 «Ρύθμιση
θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς
μηχανισμούς και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει σήμερα, στον οποίο έχουν
ενσωματωθεί οι οδηγίες 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18-06-1991 «σχετικά
με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων»3, και 2008/51/ΕΚ του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21-05-2008, «για την
τροποποίηση της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τον έλεγχο της
απόκτησης και της κατοχής όπλων»4.
6. Στο άρθρο 1 του Ν. 2168/1993 προσδιορίζονται οι έννοιες των όπλων,
κυνηγετικών όπλων, αεροβόλων όπλων, πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών,
εκρηκτικών μηχανισμών, φυσιγγίων κυνηγετικών όπλων, μερών του όπλου,
ουσιωδών συστατικών μερών όπλου, ανταλλακτικών όπλου, εξαρτημάτων
όπλου5.
1 Γνωμοδότηση ΕΑ (Ολομ.) 11/VΙ/2011, παρ. 3 επ.
2 Με παραπομπή στην Aπόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 24.6.2004, Barême d’honoraires de l’Ordre des
Architectes belges, παρ. 99, όπου η Επιτροπή έκρινε ότι η θέσπιση κατώτατων αμοιβών σε καμία περίπτωση δεν
συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.
3 ΕL 256 της 13-09-1991, σελ. 51.
4 ΕΕ L 179 της 08-07-2008, σελ. 5.
5 Ως όπλα θεωρούνται επίσης και αντικείμενα που είναι πρόσφορα για άμυνα ή επίθεση και ιδιαίτερα: μηχανισμοί
και κάθε μέσο εκτόξευσης χημικών ουσιών ή εκκένωσης ηλεκτρικής ενέργειας, μαχαίρια, μεταλλικές γροθιές και
ρόπαλα, σπάθες, λόγχες, ξίφη, στιλέτα, τόξα, βαλλιστρίδες, αστυνομικές ράβδοι, ψαροντούφεκα, αντικείμενα ή
μέσα που χρησιμοποιούνται για εκτόξευση ουσιών που αναφλέγονται αυτόματα ή περιέχουν αναισθησιογόνες ή
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
6
7. Ως προς την ως άνω δραστηριότητα, το σχέδιο Π.Δ. αναφέρεται στο άρθρο 6 του
Ν. 2168/1993. Στο άρθρο 6 του Ν. 2168/1993 καθορίζεται ο τρόπος εμπορίας και
διάθεσης όπλων και συναφών αντικειμένων. Ειδικότερα:
8. Το άρθρο 6 παρ. 1 προβλέπει ως βασικό κανόνα ότι, κατ’ αρχήν, η εμπορία και η
διάθεση, με οποιονδήποτε τρόπο, όπλων και αντικειμένων που αναφέρονται στο
άρθρο 1 του νόμου αυτού, απαγορεύεται. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2, με
απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης καθορίζονται οι όροι και οι
προϋποθέσεις διάθεσης αυτομάτων όπλων και φυσιγγίων για την αντιμετώπιση
εξαιρετικών αναγκών ασφαλείας.
9. Το άρθρο 6 παρ. 3 προβλέπει την απαίτηση για προηγούμενη διοικητική άδεια,
και συγκεκριμένα την άδεια του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, προκειμένου να
επιτραπεί η εμπορία και η κατά οποιονδήποτε τρόπο διάθεση6: Περιστρόφων,
πιστολιών, μερών, ανταλλακτικών και πυρομαχικών αυτών, όπλων σκοποβολής,
σκοπευτικών διόπτρων, μερών, ανταλλακτικών και πυρομαχικών αυτών,
κυνηγετικών όπλων, μερών, ανταλλακτικών και φυσιγγίων αυτών, πυρίτιδας,
καλύκων και καψυλίων κυνηγίου, αεροβόλων όπλων και μερών αυτών,
εκρηκτικών υλών, όπλων για την καταστροφή συγκολλούμενου υλικού και
φυσιγγίων αυτών, εκρηκτικών μηχανισμών για επαγγελματικές ανάγκες,
λογχών, ξιφών, σπαθών, ξιφιδίων, ξιφολογχών, αστυνομικών ράβδων, τόξων και
βαλλιστρίδων (σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις, που καθορίζονται με
απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης), όπλων κ.λπ. που προορίζονται για
συλλογές ή αποτελούν κειμήλια, των ειδών που διαλαμβάνονται στην παρ. 9
του άρθρου 2 του ως άνω νόμου (εισαγόμενων συσκευών εκτόξευσης χημικών
ερεθιστικές χημικές ουσίες. Στις διατάξεις του εν λόγω νόμου υπάγονται επίσης (άρθρο 1 παρ. 3): σιγαστήρες,
συσκευές ή εγκαταστάσεις που προορίζονται για το φωτισμό του στόχου ή του σκοπεύτρου του όπλου,
σκοπευτικές διόπτρες, σκόπευτρα, εξομοιωτές σκοποβολής, ανταλλακτικά, μέρη και εξαρτήματα όπλων και
εκρηκτικών μηχανισμών, μέρη πυρομαχικών, απομιμήσεις πυροβόλων όπλων, εφόσον μπορούν να μετατραπούν
σε πραγματικά όπλα, καθώς και πυροβόλα όπλα που δεν λειτουργούν, λόγω ουσιώδους βλάβης ή έλλειψης, ειδικά
όπλα ή συσκευές εκτόξευσης ειδικού τύπου κροτίδων ή βολίδων και εφόδια βολής, περίστροφα και πιστόλια
αφέσεως αγώνων. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 5, ως όπλα σκοποβολής θεωρούνται τα όπλα που καθορίζονται
με απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού και Δημόσιας Τάξης. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 6, υπό προϋποθέσεις
δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του νόμου: πυροβόλα όπλα, που κατασκευάστηκαν πριν από την 1.1.1870, αγχέμαχα
όπλα, που κατασκευάστηκαν πριν από την 1.1.1922, συσκευές ειδικού τύπου και ειδικά αβολίδωτα φυσίγγια
ενεργοποίησης αυτών, που χρησιμοποιούνται για βιομηχανικούς ή τεχνικούς σκοπούς, εξαρτήματα όπλου.
6 Το άρθρο 6 παρ. 7 ορίζει ότι οι όροι φύλαξης των ειδών, που διαλαμβάνονται στις παραγράφους 2 και 3 περιπτ.
α`, β`, γ` και ζ` του άρθρου, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
7
ουσιών ή συσκευών εκκένωσης ηλεκτρικής ενέργειας, για αυτοάμυνα,
συσκευών ή εγκαταστάσεων για το φωτισμό ή εκπομπή ακτίνων σε στόχο και
εξομοιωτών σκοποβολής), απομιμήσεων πυροβόλων όπλων και μη
λειτουργούντων πυροβόλων όπλων, όπλων ή συσκευών εκτόξευσης ειδικού
τύπου κροτίδων ή βολίδων, και εφόδια βολής αυτών, περιστρόφων και πιστολιών
αφέσεως αγώνων και αβολίδωτων φυσιγγίων κρότου αυτών.
10. Με βάση την ΥΑ300/1994 (ΥΑ3009/2/23Α ΦΕΚ Β 696 1994: Δικαιολογητικά,
έκδοση αδειών οπλοφορίας, εμπορίας όπλων κλπ, για τη χορήγηση όλων των
προβλεπόμενων από τις διατάξεις του ν. 2168/1993 αδειών αρμοδιότητας
Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης), απαιτούνται ιδίως τα ακόλουθα
δικαιολογητικά:
i) Αίτηση του ενδιαφερόμενου στην οποία μνημονεύονται οι λόγοι και το είδος
της αιτούμενης άδειας.
ii) Πιστοποιητικό σε ισχύ ιατρού ειδικότητας νευρολόγου-ψυχιάτρου ή
παθολόγου από το οποίο θα προκύπτει η κατάσταση της ψυχικής υγείας του
ενδιαφερόμενου προκειμένου για φυσικό πρόσωπο ή των εκπροσώπων και
διαχειριστών προκειμένου για Α.Ε και Ε.Π.Ε και των ομόρρυθμων εταίρων
προκειμένου για Ο.Ε ή Ε.Ε ή των μελών του Δοικητικού Συμβουλίου
προκειμένου περί σωματείων.
iii) Υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερόμενου στην οποία αναγράφεται ότι ο δηλών
δεν εμπίπτει στις απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 2168/1993
iv) Πλήρες αντίγραφο ποινικού μητρώου.
v) Επικυρωμένο αντίγραφο της πράξης διορισμού εκπροσώπου του Διοικητικού
Συμβουλίου της ΑΕ.
vi) Επικυρωμένο αντίγραφο του καταστατικού ή του εταιρικού προκειμένου για
νομικό πρόσωπο άλλης μορφής7.
vii)Αντίγραφο άδειας λειτουργίας του εργοστασίου ή του εργαστηρίου αν
απαιτείται. Εφόσον δεν απαιτείται,
7 Τα δικαιολογητικά v και vi απαιτούνται όταν η άδεια ζητείται από νομικό πρόσωπο πλην των Δημοσίων
Οργανισμών, τις Τράπεζες και τις Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
8
Πιστοποιητικό πυρασφάλειας της αρμόδιας Πυροσβεστικής
Υπηρεσίας
Αντίγραφο μισθωτηρίου συμβολαίου από το οποίο προκύπτει ότι
παραχωρείται η χρήση του ακινήτου για το συγκεκριμένο σκοπό και
για καθορισμένο χρόνο. Αν το ακίνητο είναι ιδιόκτητο υπεύθυνη
δήλωση του ενδιαφερόμενου
Υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη του ακινήτου στην οποία
αναφέρονται ότι από τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις
επιτρέπεται η λειτουργία της συγκεκριμένης επιχείρησης και ότι στο
καταστατικό της πολυκατοικίας επιτρέπεται η λειτουργία της
επιχείρησης και η πλειοψηφία των ενοίκων δεν αντιτίθεται στη
λειτουργία της.
viii) Επικυρωμένο αντίγραφο άδειας λειτουργίας αποθήκης σε περίπτωση
εναποθήκευσης φυσιγγίων και καψυλλίων σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις
προβλεπόμενες.
ix) Επικυρωμένο αντίγραφο του εκλογικού βιβλιαρίου από το οποίο να προκύπτει
ότι ο ενδιαφερόμενος άσκησε το εκλογικό του δικαίωμα στις τελευταίες
βουλευτικές εκλογές ή αντίγραφο βεβαίωσης ότι δικαιολογημένα δεν άσκησε
το δικαίωμα αυτό.
x) Επικυρωμένο αντίγραφο καταλληλότητας ή έγκρισης κυκλοφορίας των προς
κατασκευή ή συναρμολόγηση ειδών που χορηγούνται σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 20 του Ν. 2158/1993 και των κατ’ εξουσιοδότηση
αυτού εκδιδομένων Υπουργικών Αποφάσεων.
xi) Υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερόμενου στην οποία αναφέρεται ότι δεν είναι
εταίρος ούτε υπάλληλος σε ιδιωτική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών
ασφαλείας που λειτουργεί ως ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία, ή
εκπρόσωπος, διαχειριστής, μέλος ΔΣ ή μέτοχος τέτοιας εταιρίας που
λειτουργεί με τη μορφή Α.Ε.8
xii)Αντίγραφο της δήλωσης που προβλέπεται από το άρθρο 199 του Ν. 2168/9310.
8 Τα δικαιολογητικά xi και xii αναφέρονται στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Αστυνομίας.
9 Το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρει τις υποχρεώσεις των εισαγωγέων, κατασκευαστών και εμπόρων, μεταξύ των
οποίων είναι και η υποχρέωση υποβολής αίτησης για τη χορήγηση άδειας στην Υπηρεσία Εγκληματολογικών
Ερευνών, στην οποία περιέχονται τα πλήρη στοιχεία κατασκευαστή, το είδος και η ονομασία των συγκεκριμένων
αντικειμένων.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
9
xiii) Υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερόμενου από την οποία προκύπτει ότι τόσο ο
ίδιος όσο και συγγενείς του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και δεύτερου
βαθμού δεν συμμετέχουν ως μέλη διοικητικών συμβουλίων σκοπευτικών
σωματείων και δεν τυγχάνουν ιδιοκτήτες ή εκμεταλλευτές σκοπευτηρίων.
11. Αντιθέτως, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 6, δεν απαιτείται άδεια για την
εμπορία μηχανισμών εκτόξευσης χημικών ουσιών για συνήθη οικιακή ή
επαγγελματική χρήση και μαχαιριών για θήρα, αλιεία, οικιακή, επαγγελματική ή
εκπαιδευτική χρήση, τέχνη ή άλλη συναφή χρήση, και τυφεκίων αλιείας.
12. Στο άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 2168/1993 προβλέπεται ότι επιτρέπεται η πώληση ή
διάθεση με οποιονδήποτε τρόπο:
α. Όπλων σκοποβολής, περιστρόφων, πιστολιών, αυτομάτων όπλων,
περιστρόφων και πιστολιών αφέσεως αγώνων και φυσιγγίων κρότου αυτών,
όπλων που χρησιμοποιούνται για την αποκόλληση συγκολλούμενου υλικού,
μερών, ανταλλακτικών και πυρομαχικών αυτών, κυνηγετικών όπλων και
ουσιωδών συστατικών μερών των όπλων αυτών, σκοπευτικών διόπτρων,
καθώς και εκρηκτικών μηχανισμών και εκρηκτικών υλών, μόνο σε άτομα που
κατέχουν άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής για την αγορά των
ειδών αυτών.
β. Αεροβόλων όπλων και μερών αυτών μόνο σε άτομα που συμπλήρωσαν το 18ο
έτος της ηλικίας τους.
γ. Απομιμήσεις πυροβόλων όπλων, ως και μη λειτουργούντων πυροβόλων όπλων,
μόνο σε άτομα που έχουν άδεια κατοχής όπλων για συλλογές ή για τη
χρησιμοποίησή τους σε κινηματογραφικά έργα ή θεατρικές παραστάσεις.
δ. Φυσιγγίων, καλύκων, πυρίτιδας και καψυλίων κυνηγίου, μόνο σε άτομα που
έχουν σχετική άδεια εμπορίας ή άδεια κατοχής κυνηγετικού όπλου ή άδεια
θήρας.
ε. Όπλων και αντικειμένων του παρόντος νόμου που χαρακτηρίζονται ως
συλλεκτικά αντικείμενα, μόνο σε άτομα που επιδεικνύουν σχετική άδεια
κατοχής.
10 Από τη συγκεκριμένη υποχρέωση εξαιρούνται οι επισκευαστές όπλων.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
10
στ. Των αναφερόμενων στην ως άνω παρ. 9 του άρθρου 2 ν. 2168/1993 ειδών,
μόνο σε άτομα που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από την
απόφαση της ίδιας παραγράφου.
13. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 6, όσοι εμπορεύονται τα αναφερόμενα στην παρ. 2
του άρθρου 211 είδη, υποχρεούνται να τηρούν βιβλία περί της εμπορίας αυτών.
Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης καθορίζονται τα είδη και τα
στοιχεία που πρέπει να καταγράφονται στα ανωτέρω βιβλία, ο τρόπος και ο
χρόνος τήρησής τους, η υποχρέωση του εμπόρου προς ανακοίνωση στις
αστυνομικές αρχές στοιχείων αγοραστών των ειδών αυτών και κάθε άλλη
αναγκαία λεπτομέρεια.
14. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 8, οι παραβάτες των διατάξεων του άρθρου αυτού
τιμωρούνται με φυλάκιση και χρηματική ποινή.
Β. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΚΡΗΚΤΙΚΩΝ ΥΛΩΝ, ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ, ΜΕΤΑΣΚΕΥΗ,
ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΗ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ, ΕΠΙΣΚΕΥΗ ΠΥΡΟΒΟΛΩΝ ΟΠΛΩΝ
ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΕΙΔΩΝ ΤΟΥ ΑΡ. 5 ΠΑΡ. 1 Ν. 2168/1993 ΚΑΙ ΓΟΜΩΣΗ,
ΑΝΑΓΟΜΩΣΗ ΦΥΣΙΓΓΙΩΝ ΠΥΡΟΒΟΛΩΝ ΟΠΛΩΝ (πλην κυνηγετικών).
15. Οι συγκεκριμένες δραστηριότητες ρυθμίζονται από το Ν. 2168/1993 «Ρύθμιση
θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς
μηχανισμούς και άλλες διατάξεις», ως ισχύει σήμερα, στον οποίο έχουν
11 – Περιστρόφων, πιστολιών, αεροβόλων και κυνηγετικών όπλων, καθώς και ανταλλακτικών, μερών και
φυσιγγίων αυτών.
- Εκρηκτικών υλών.
- Όπλων που χρησιμοποιούνται για την καταστροφή συγκολλούμενου υλικού σε περιστροφικούς κλιβάνους και
φυσιγγίων αυτών.
- Εκρηκτικών μηχανισμών για επαγγελματικές ανάγκες μεταλλευτικών, λατομικών ή άλλων συναφών
επιχειρήσεων.
- Όπλων σκοποβολής, μερών, ανταλλακτικών, σκοπευτικών διόπτρων και φυσιγγίων αυτών.
- Λογχών, σπαθών, ξιφών, ξιφιδίων, ξιφολογχών, αστυνομικών ράβδων, τόξων και βαλλιστρίδων.
- Όπλων ή αντικειμένων του παρόντος νόμου, που προορίζονται για συλλογές.
- Όπλων και λοιπών αντικειμένων, που προορίζονται αποκλειστικά για δείγματα ή εκθέσεις.
- Όπλων ειδικού τύπου, που χρησιμοποιούνται για αναισθητοποίηση ή ανώδυνη θανάτωση ζώων από υπαλλήλους
του Υπουργείου Γεωργίας.
- Όπλων με ραβδωτή κάνη και διοπτρών, αποκλειστικά και μόνο προς χρήση υπηρεσιών του Υπουργείου
Γεωργίας.
- Απομιμήσεων πυροβόλων όπλων, ως και μη λειτουργούντων πυροβόλων όπλων.
- Αυτόματων όπλων και φυσιγγίων αυτών για την αντιμετώπιση εξαιρετικών αναγκών ασφαλείας.
- Των ειδών της περίπτωσης στ` της παρ. 3 του άρθρου 1 (ειδικά όπλα ή συσκευές εκτόξευσης ειδικού τύπου
κροτίδων ή βολίδων και κάθε είδους εφόδια βολής αυτών που χρησιμοποιούνται από φορείς διοίκησης και
λειτουργίας αεροδρομίων για τον εκφοβισμό και την απομάκρυνση πτηνών από χώρους αεροδρομίων).
- Περιστρόφων και πιστολιών αφέσεως αγώνων και αβολίδωτων φυσιγγίων κρότου αυτών.
- Καλύκων, βλημάτων και καψυλλίων φυσιγγίων πυροβόλων και κυνηγετικών όπλων.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
11
ενσωματωθεί οι οδηγίες 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18.6.1991 «σχετικά με
τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων»12, και 2008/51/ΕΚ του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21.5.2008, «για την
τροποποίηση της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τον έλεγχο της
απόκτησης και της κατοχής όπλων»13.
16. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 5 «Κατασκευή στο εσωτερικό» του Ν. 2168/1993
προβλέπει ότι η κατασκευή, μετασκευή, συναρμολόγηση, επεξεργασία ή επισκευή
εντός του κράτους των ειδών που επιτρέπεται να εισαχθούν από το εξωτερικό με
άδεια του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου
2 του νόμου αυτού (ιδίως περιστρόφων, πιστολιών, αεροβόλων και κυνηγετικών
όπλων, ανταλλακτικών, μερών και φυσιγγίων αυτών, εκρηκτικών υλών, όπλων
που χρησιμοποιούνται για την καταστροφή συγκολλούμενου υλικού, λογχών,
σπαθών, όπλων ή αντικειμένων που προορίζονται για συλλογές, για δείγματα ή
εκθέσεις, για αναισθητοποίηση ή ανώδυνη θανάτωση ζώων, απομιμήσεων
πυροβόλων όπλων, καλύκων, βλημάτων κ.ά.), καθώς και η γόμωση ή αναγόμωση
φυσιγγίων πυροβόλων όπλων επιτρέπεται κατόπιν άδειας του Υπουργείου
Δημόσιας Τάξης. Η άδεια χορηγείται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφόσον
τηρούνται οι προβλεπόμενες από άλλες διατάξεις προϋποθέσεις ίδρυσης και
λειτουργίας των συναφών επιχειρήσεων14.
17. Με βάση την ΥΑ300/1994 (ΥΑ3009/2/23Α ΦΕΚ Β 696 1994: Δικαιολογητικά,
έκδοση αδειών οπλοφορίας, εμπορίας όπλων κλπ), για τη χορήγηση όλων των
προβλεπόμενων από τις διατάξεις του Ν. 2168/1993 αδειών αρμοδιότητας
Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, απαιτούνται τα ίδια δικαιολογητικά i
έως και xii της παραγράφου Α (Εμπορία περιστρόφων, πιστολιών, όπλων
σκοποβολής και των λοιπών ειδών του άρθρου 6 του Ν. 2168/1993).
12 ΕΕ L 256 της 13-09-1991, σελ. 51.
13 ΕΕ L 179 της 08-07-2008, σελ. 5.
14 Βλ. σχετικά ΥΑ με Αριθ.3009/2/23α/Β΄696/1994 «Δικαιολογητικά και διαδικασία έκδοσης των προβλεπομένων
από τις διατάξεις του ν. 2168/93 και 456/76 αδειών».
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
12
Γ. ΓΟΜΩΣΗ ΦΥΣΙΓΓΙΩΝ ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΩΝ ΟΠΛΩΝ ΓΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑ
18. Η συγκεκριμένη δραστηριότητα ρυθμίζεται από το Ν. 2168/1993 «Ρύθμιση
θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς
μηχανισμούς και άλλες διατάξεις», ως ισχύει σήμερα, στον οποίο έχουν
ενσωματωθεί οι οδηγίες 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18-06-1991 «σχετικά
με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων»15, και 2008/51/ΕΚ του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21-05-2008, «για την
τροποποίηση της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τον έλεγχο της
απόκτησης και της κατοχής όπλων»16.
19. Σχετική είναι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 2168/1993, στην οποία
παραπέμπει το σχέδιο Π.Δ. η γόμωση κυνηγετικών φυσιγγίων για εμπορία
επιτρέπεται με άδεια του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, εφόσον τηρούνται οι
προβλεπόμενες από άλλες διατάξεις προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας
των συναφών επιχειρήσεων (άρθρο 5 παρ. 3).
20. Με βάση την ΥΑ300/1994 (ΥΑ3009/2/23Α ΦΕΚ Β 696 1994: Δικαιολογητικά,
έκδοση αδειών οπλοφορίας, εμπορίας όπλων κλπ), για τη χορήγηση όλων των
προβλεπόμενων από τις διατάξεις του Ν. 2168/1993 αδειών αρμοδιότητας
Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, απαιτούνται τα ίδια δικαιολογητικά i
έως και vi καθώς και viii της παραγράφου Α ( Εμπορία περιστρόφων, πιστολιών ,
όπλων σκοποβολής και των λοιπών ειδών του άρθρου 6 του Ν. 2168/1993) καθώς
και επικυρωμένο αντίγραφο άδειας λειτουργίας εργοστασίου ή εργαστηρίου17.
Δ. ΕΜΠΟΡΙΑ ΕΙΔΩΝ ΠΥΡΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΕΚΤΟΞΕΥΣΗΣ
ΦΩΤΟΒΟΛΙΔΩΝ
21. Η συγκεκριμένη δραστηριότητα ρυθμίζεται από το Ν. 456/1976 «Περί
φωτοβολίδων και πυροτεχνημάτων», όπως ισχύει σήμερα.
15 ΕΕ L 256 της 13-09-1991, σελ. 51.
16 ΕΕ L 179 της 08-07-2008, σελ. 5.
17 Η διαφορά με τις περιπτώσεις Α και Β είναι ότι απαιτείται πάντα.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
13
22. Στο Ν. 456/1976, άρθρο 1, δίνονται οι ακόλουθοι ορισμοί:
«Φωτοβολίδες» νοούνται μείγματα εύφλεκτων υλών εκτοξευόμενα εν αναφλέξει
διά καταλλήλου συσκευής, χρησιμοποιούμενα δε προς φωτισμό περιοχής ή
σηματοδοσία εις τας Ενόπλους Δυνάμεις και την Ναυτιλία.
«Βεγγαλικά» νοούνται μείγματα εύφλεκτων υλών καιόμενων μετά λαμπράς
φλογός, η οποία, διά προσθήκης καταλλήλων μεταλλικών αλάτων, χρωματίζεται
ποικιλοτρόπως, χωρίς να δημιουργείται εκ της καύσεως κίνδυνος σωματικών
βλαβών ή πυρκαγιάς.
«Κροτίδες» νοούνται πυροτεχνουργικά κατασκευάσματα διαφόρων τύπων
(τρακατρούκες, βαρελότα κλπ.), τα οποία διά τριβής, εναύσματος, κρούσεως ή
εκτοξεύσεώς των, τη βοηθεία ειδικής συσκευής ή μη, εκρήγνυνται, είτε επί του
εδάφους είτε εις τον αέρα και παράγουν ισχυρό κρότο.
«Πυροτεχνικά παιδικά αθύρματα» νοούνται μείγματα εύφλεκτων υλών διαφόρων
τύπων τα οποία χρησιμοποιούνται προς τέρψιν και καίονται δι’ εναύσματος,
τριβής, κρούσεως ή τη βοηθεία ειδικής συσκευής, χωρίς να προκαλείται εκ της
καύσεώς των ενοχλητικός θόρυβος ή κίνδυνος σωματικών βλαβών ή πυρκαγιάς.
23. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1: «H εμπορία φωτοβολίδων, βεγγαλικών και πυροτεχνικών
παιδικών αθυρμάτων επιτρέπεται κατόπιν αδείας της κατά τόπον αρμοδίας
Αστυνομικής Αρχής, τηρουμένων των εις τας επομένας παραγράφους όρων. Η
άδεια αύτη ισχύει επί εν έτος. Η εμπορία κροτίδων απαγορεύεται».
24. Σύμφωνα με το άρθρο 5Α παρ. 2 του Ν. 456/1976:
i) Η εισαγωγή, κατασκευή και εμπορία συσκευών εκτόξευσης φωτοβολίδων
επιτρέπεται μόνον κατόπιν αδείας των αρμόδιων αστυνομικών αρχών.
ii) Οι έμποροι και κατασκευαστές των ανωτέρω συσκευών τηρούν βιβλία, στα
οποία καταχωρούν τα στοιχεία του άρθρου 4 παρ. 218 του νόμου αυτού.
iii) Η πώληση των συσκευών αυτών επιτρέπεται στις ένοπλες δυνάμεις, την
ελληνική αστυνομία, το λιμενικό σώμα, τις τελωνειακές υπηρεσίες και σε
πρόσωπα που κατέχουν άδεια αγοράς της αρμόδιας αστυνομικής αρχής. Άδεια
18 Για τις φωτοβολίδας και τα βεγγαλικά υποχρεούνται στην τήρηση θεωρημένου βιβλίου κινήσεως, στο οποίο
καταχωρίζουν την ποσότητα, την πηγή από την οποία την προμηθεύθηκαν, και την πωλούμενη ποσότητα με τα
στοιχεία ταυτότητας του αγοραστή, καθώς και τα στοιχεία της αδείας εισαγωγής ή κατασκευής του είδους. Τα
παιδικά αθύρματα δεν καταχωρίζονται, αλλά πωλούνται ελευθέρως.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
14
αγοράς χορηγείται σε κατόχους αδειών εμπορίας των ανωτέρω ειδών και στα
άτομα που αναφέρονται στο άρθρο 4 του νόμου αυτού. Εντός προθεσμίας 10
ημερών από την αγορά, τα άτομα που αναφέρονται στο άρθρο 4 υποχρεούνται
να ζητήσουν άδεια κατοχής από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
iv) Απαγορεύεται η κατοχή συσκευών εκτόξευσης φωτοβολίδων, από ιδιώτες που
δεν κατέχουν άδεια αγοράς.
Ε. ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΙΔΩΝ ΠΥΡΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΕΚΤΟΞΕΥΣΗΣ
ΦΩΤΟΒΟΛΙΔΩΝ
25. Η συγκεκριμένη δραστηριότητα ρυθμίζεται από το Ν. 456/1976 «Περί
φωτοβολίδων και πυροτεχνημάτων», όπως ισχύει σήμερα.
26. Στο άρθρο 3 του ως άνω νόμου (το οποίο αναφέρεται στο σχέδιο Π.Δ.)
προβλέπονται η διαδικασία και οι προϋποθέσεις για την άδεια κατασκευής αυτών.
Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι:
- Η εντός του Κράτους κατασκευή φωτοβολίδων, βεγγαλικών και πυροτεχνικών
παιδικών αθυρμάτων επιτρέπεται μόνον κατόπιν αδείας της κατά τόπον
αρμοδίας Αστυνομικής Αρχής (η οποία προσδιορίζει λεπτομερώς το είδος των
κατασκευαζομένων προϊόντων και την ποσότητα αυτών καθώς και τον χώρο
εντός του οποίου πραγματοποιείται η κατασκευή, εκδίδεται κατόπιν
βεβαιώσεως του Γενικού Χημείου του Κράτους πιστοποιούντος την σύνθεσιν
των υπό κατασκευήν ειδών και ότι εκ της χρήσεως τούτων δεν δημιουργείται
κίνδυνος για το κοινό ο ενοχλητικός θόρυβος. Η διάρκεια ισχύος της αδείας
ορίζεται ετησία. Η εν λόγω άδεια εκδίδεται μετά την χορήγησιν της κατά νόμον
απαιτουμένης αδείας εγκαταστάσεως και λειτουργίας, εκδιδομένης υπό της
κατά περίπτωσιν αρμοδίας Υπηρεσίας του Υπουργείου Βιομηχανίας και
Ενεργείας.
- Η εντός του Κράτους κατασκευή κροτίδων (τυποποιημένων ή αυτοσχεδίων)
απαγορεύεται.
27. Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 5Α παρ. 2 Ν. 456/1976, των οποίων, επίσης,
γίνεται μνεία στο σχέδιο Π.Δ, αναφέρθηκαν λεπτομερώς παραπάνω.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
15
ΣΤ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
28. Η συγκεκριμένη δραστηριότητα ρυθμίζεται από το Ν. 2518/1997 «Προϋποθέσεις
λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Προσόντα και
υποχρεώσεις του προσωπικού αυτών και όπως διατάξεις», όπως ισχύει.
29. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου αυτού όπως ισχύει:
Ως ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας θεωρούνται (άρθρο 1
παρ. 1) οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, ατομικές ή εταιρικές, οι οποίες παρέχουν σε
τρίτους:
α. επιτήρηση ή φύλαξη κινητών ή ακινήτων περιουσιακών αγαθών και
εγκαταστάσεων,
β. προστασία φυσικών προσώπων,
γ. ασφαλή μεταφορά με ειδικά οχήματα χρημάτων, αξιών, αρχαιοτήτων, κ.λπ.,
δ. προστασία θεαμάτων, εκθέσεων, κ.λπ.,
ε. έλεγχο ασφάλειας πληρωμάτων, επιβατών, χειραποσκευών, κ.λπ. σε
αερολιμένες και λιμένες, καθώς και έλεγχο πρόσβασης στους χώρους,
στ. συνοδεία για την ασφαλή κίνηση οχημάτων που μεταφέρουν ογκώδη ή βαρέα
αντικείμενα,
ζ. συνοδεία αθλητικών αποστολών για την ασφαλή μετακίνησή τους,
η. εκπόνηση μελετών και σχεδιασμό μέτρων για την ασφαλή πραγματοποίηση των
δραστηριοτήτων των περιπτώσεων α’ έως και ζ’,
θ. εγκατάσταση, συντήρηση και παρακολούθηση λειτουργίας μηχανημάτων και
συστημάτων ασφαλείας και συναγερμού,
ι. εκμετάλλευση κέντρων λήψης, ελέγχου και διαβίβασης σημάτων συναγερμού,
και
ια. εκπόνηση μελετών και σχεδιασμό συστημάτων ασφαλείας, αναφορικά με τις
δραστηριότητες των περιπτώσεων θ’ και ι’ της παρούσας παραγράφου.
30. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 2518/1997, όπως ισχύει, το οποίο μνημονεύεται
στο σχέδιο Π.Δ, για την άσκηση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων απαιτείται
ειδική άδεια λειτουργίας η οποία εκδίδεται από το Αρχηγείο της Ελληνικής
Αστυνομίας, ύστερα από γνώμη τριμελούς επιτροπής εφόσον μεταξύ άλλων
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
16
συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος (εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο)
οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
i) Είναι Έλληνας πολίτης ή ομογενής ή πολίτης χώρας – μέλους της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, εφόσον για τον τελευταίο δεν συντρέχει κώλυμα δημόσιας τάξης ή
δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας,
ii) Δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα σε ποινή για εγκλήματα όπως αυτά
περιγράφονται στο άρθρο 2 παρ. 1 περίπτωση γ’ του Ν. 2518/199719 (και
επίσης δεν κρατείται προσωρινά, δεν έχει παραπεμφθεί αμετάκλητα σε δίκη
για κακούργημα ή για αυτά τα αδικήματα, δεν έχει καταδικασθεί έστω και με
οριστική απόφαση για κακούργημα ή για αυτά τα αδικήματα),
iii) Δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα με στερητική της ελευθερίας ποινή
ανώτερη των έξι (6) μηνών για έγκλημα που τελέσθηκε με δόλο,
iv) Δεν έχει στερηθεί των πολιτικών του δικαιωμάτων έστω και αν έχει λήξει ο
χρόνος που ορίσθηκε για τη στέρησή τους,
v) Δεν τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση,
vi) Δεν έχει απολυθεί από δημόσια υπηρεσία για πειθαρχικό παράπτωμα σχετικό
με τα αδικήματα της περίπτωσης γ’ της ως άνω παραγράφου 1 του άρθρου 2,
vii)Δεν είναι κατασκευαστής ή έμπορος όπλων, πυρομαχικών ή εκρηκτικών
υλών, και
viii) Δεν πάσχει από οποιαδήποτε μορφής ψυχική νόσο και δεν είναι χρήστης
ναρκωτικών ουσιών.
31. Στην περίπτωση που η αίτηση χορήγησης άδειας αφορά εταιρία, η άδεια εκδίδεται
στο όνομα του νομικού προσώπου. Προκειμένου για ανώνυμες εταιρίες20, οι
προϋποθέσεις που αφορούν το φυσικό πρόσωπο, θα πρέπει να συντρέχουν στο
19 Το οποίο προβλέπει ότι: «γ. δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα σε οποιαδήποτε ποινή για τα εγκλήματα
ανυποταξίας, λιποταξίας, προσβολών του πολιτεύματος, προδοσίας της Χώρας, προσβολών κατά της ελεύθερης
άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων, προσβολών κατά της πολιτειακής εξουσίας, κατά της γενετήσιας
ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, εγκληματικής οργάνωσης, τρομοκρατικών
πράξεων, παραχάραξης, κιβδηλείας, πλαστογραφίας, απιστίας περί την υπηρεσία, παραβίασης του απορρήτου των
τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας, κλοπής, υπεξαίρεσης, εκβίασης, απάτης, απιστίας, δωροδοκίας ή
δωροληψίας, καταπίεσης, ναρκωτικών, ζωοκλοπής, λαθρεμπορίας και περί όπλων και εκρηκτικών υλών,
ανεξάρτητα αν η καταδίκη αυτή αναγράφεται ή όχι στο ποινικό μητρώο του αιτούντος».
20 Οι ίδιες προϋποθέσεις ισχύουν και στην περίπτωση Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης, Ομόρρυθμων και
Ετερόρρυθμων εταιριών. Προκειμένου για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και για ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες
εταιρείες, οι ως άνω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο ενός εκάστου των εταίρων και
διαχειριστών αυτών, καθώς και των μελών του Δ.Σ. και των εκπροσώπων οποιασδήποτε μορφής εταιρείας που
συμμετέχει σε ποσοστό τουλάχιστον δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του κεφαλαίου των εν λόγω εταιρειών. Για κάθε
αλλαγή της νομικής μορφής της εταιρείας απαιτείται έκδοση νέας άδειας.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
17
πρόσωπο καθενός από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και των εκπροσώπων
αυτών, καθώς και όσων εκ των μετόχων κατέχουν ή αποκτούν μετοχές
τουλάχιστον 15% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας21.
32. Κατά την παρ. 3 του άρθρου 2, η ανωτέρω άδεια δεν μεταβιβάζεται, ισχύει για
πέντε χρόνια και ανανεώνεται για ίσο χρονικό διάστημα, εφόσον συντρέχουν οι
προϋποθέσεις της αρχικής χορήγησης, ενώ κατά την παρ. 4, με απόφαση του
Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την
έκδοση και ανανέωση της άδειας λειτουργίας, η σχετική διαδικασία και κάθε
άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Ζ. ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
33. Η συγκεκριμένη δραστηριότητα ρυθμίζεται από το Ν. 2518/1997 «Προϋποθέσεις
λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Προσόντα και
υποχρεώσεις του προσωπικού αυτών και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει.
34. Το άρθρο 3 του Ν. 2518/1997 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του
Ν.3707/2008 («Άδεια εργασίας προσωπικού ασφαλείας»), όπως ισχύει, το οποίο
προτείνεται να διατηρηθεί σε ισχύ (βλ. σχέδιο Π.Δ.), ορίζει ότι:
«1. Το προσωπικό ασφαλείας απαιτείται να κατέχει άδεια εργασίας Α’ ή Β’
κατηγορίας ανάλογα με τις δραστηριότητες που πρόκειται να ασκήσει.
2. Άδεια εργασίας Α’ κατηγορίας απαιτείται να κατέχει το προσωπικό των
ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας για τις δραστηριότητες
των περιπτώσεων α’, β’, γ’, δ’, ε’, στ’, ζ’ και η’ της παραγράφου 1 του άρθρου
122, καθώς και το διοικητικό προσωπικό των επιχειρήσεων αυτών στο οποίο
ανατίθεται ο σχεδιασμός και η μέριμνα για την εκτέλεση των ως άνω
δραστηριοτήτων. Η άδεια αυτή απαιτείται και για το προσωπικό οποιασδήποτε
επιχείρησης, στο οποίο ανατίθεται η φύλαξη και προστασία των χώρων,
21 Όλες οι μετοχές αυτών των εταιριών είναι υποχρεωτικά ονομαστικές.
22 Αναφέρθηκαν ενδεικτικά ανωτέρω.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
18
αγαθών και εγκαταστάσεών της ή του προσωπικού της, σύμφωνα με την
παράγραφο 3 του άρθρου 123.
3. Άδεια εργασίας Β’ κατηγορίας απαιτείται να κατέχει το προσωπικό των
ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας που ασκεί τις
δραστηριότητες των περιπτώσεων θ’, ι’ και ια’ της παραγράφου 1 του άρθρου
124. Με την ίδια άδεια εφοδιάζεται και το διοικητικό προσωπικό των
επιχειρήσεων αυτών στο οποίο ανατίθεται ο σχεδιασμός και η μέριμνα για την
εκτέλεση των ως άνω δραστηριοτήτων.
4. Για τη χορήγηση των αδειών των προηγούμενων παραγράφων ο
ενδιαφερόμενος πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του
άρθρου 225 και επιπλέον να κατέχει τίτλο επαγγελματικής κατάρτισης
ειδικότητας συναφούς προς την άσκηση των δραστηριοτήτων που πρόκειται να
ασκήσει. Το προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών
ασφαλείας το οποίο θα φέρει όπλο για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων
σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5 απαιτείται να έχει εκπληρώσει και τις
στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών,
Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Απασχόλησης και Κοινωνικής
Προστασίας καθορίζονται οι τίτλοι επαγγελματικής κατάρτισης που απαιτούνται
για την έκδοση των ανωτέρω αδειών εργασίας κατά κατηγορία.
5. Η άδεια εργασίας εκδίδεται από την Αστυνομική Διεύθυνση του νομού ή τη
Διεύθυνση Ασφάλειας του τόπου κατοικίας του αιτούντος. Με απόφαση του
Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται τα απαιτούμενα για κάθε κατηγορία
άδειας εργασίας δικαιολογητικά, η διαδικασία έκδοσης και ανανέωσης των
αδειών αυτών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Πιο συγκεκριμένα με την
ΥΑ101/2009 (ΥΑ 1016/109-149-α΄ΦΕΚ Β 1967 2009) καθορίζονται τα
απαιτούμενα δικαιολογητικά τα οποία ενδεικτικά είναι τα ακόλουθα:
i) Αίτηση χορήγησης άδειας με πλήρη στοιχεία ταυτότητας, στην οποία
προσδιορίζονται και οι δραστηριότητες που πρόκειται να ασκήσει.
23 Η οποία προβλέπει ότι: «Οι διατάξεις των άρθρων 3, 4 παράγραφος 2, 5 και 6 εφαρμόζονται και για το
προσωπικό οποιασδήποτε ιδιωτικής επιχείρησης στο οποίο ανατίθεται η φύλαξη και η προστασία των ιδίων αυτής
χώρων, αγαθών και εγκαταστάσεων ή του προσωπικού τους, καθώς και για το διοικητικό προσωπικό των
επιχειρήσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, στο οποίο ανατίθεται ο σχεδιασμός και η μέριμνα για την
υλοποίηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων αυτών.».
24 Αναφέρθηκαν ενδεικτικά ανωτέρω.
25 Αναφέρθηκαν ενδεικτικά ανωτέρω.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
19
ii) Επικυρωμένο αντίγραφο του τίτλου επαγγελματικής κατάρτισης
ειδικότητας συναφούς προς την άσκηση των δραστηριοτήτων που
πρόκειται να ασκήσει (κατηγορία Α ή Β)
iii) Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 με την οποία δηλώνεται
από τον ενδιαφερόμενο ότι
δεν στερείται των προϋποθέσεων που αναφέρονται στις περ. στ, η και
θ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2518/1997 (δεν έχει υποστεί στέρηση
των πολιτικών του δικαιωμάτων, δεν έχει απολυθεί από δημόσια
υπηρεσία για πειθαρχικό παράπτωμα και δεν είναι κατασκευαστή ή
έμπορος όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών υλών)
δεν κρατείται προσωρινά
δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα με στερητική της ελευθερία ποινή
ανώτερη των έξι μηνών για έγκλημα του άρθρου 8 του ν. 2518/1997
και για κάθε έγκλημα που τελέσθηκε με δόλο
iv) Πιστοποιητικό ψυχιάτρου (του οποίου η ημερομηνία έκδοσης να μην
απέχει πέραν του τριμήνου από την ημερομηνία υποβολής του) από το
οποίο να προκύπτει ότι δεν πάσχει από οποιασδήποτε μορφής ψυχική
νόσο και δεν είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών
6. Η άδεια εργασίας είναι προσωπική, ισχύει για πέντε (5) έτη και ανανεώνεται
για ίσο, κάθε φορά, χρονικό διάστημα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις
έκδοσης. Αν απορριφθεί η αίτηση χορήγησης ή ανανέωσης άδειας εργασίας ο
αιτών δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του οικείου Γενικού Αστυνομικού
Διευθυντή, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την
κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης».
Η. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
35. Η συγκεκριμένη δραστηριότητα ρυθμίζεται από το Ν. 2518/1997 «Προϋποθέσεις
λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Προσόντα και
υποχρεώσεις του προσωπικού αυτών και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει. Ως προς
την ως άνω δραστηριότητα, το σχέδιο Π.Δ. αναφέρεται στο άρθρο 11 του εν λόγω
νόμου.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
20
36. Το άρθρο 11 του ως άνω νόμου ορίζει ότι:
«1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού Γραφεία Ιδιωτικών
Ερευνών είναι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες παρέχουν, σε τρίτα
πρόσωπα, υπηρεσίες συλλογής πληροφοριών για την εξυπηρέτηση νόμιμων
ιδιωτικών τους συμφερόντων. Οι υπηρεσίες που παρέχουν τα Γραφεία
Ιδιωτικών Ερευνών περιορίζονται, αποκλειστικώς, στα ακόλουθα αντικείμενα:
α. Αναζήτηση προσώπων που εξαφανίσθηκαν.
β. Αναζήτηση αντικειμένων ή ζώων που απολέστηκαν ή εκλάπησαν.
γ. Προστασία δικαιωμάτων ή έννομων συμφερόντων αστικής ή εμπορικής
φύσεως.
δ. Συμβολή στην αποκάλυψη εγκλημάτων έως ότου επιληφθεί η αρμόδια
διωκτική αρχή.
2. Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο επιτρέπεται
να λειτουργούν αποκλειστικώς, ως ατομικές ή με τη μορφή προσωπικών
εταιρειών.
3. Οι δραστηριότητες της παραγράφου 1 ενεργούνται κατόπιν έγγραφης
ανάθεσης εκ μέρους άλλου προσώπου και αναφέρονται μόνο σε πράξεις, στις
οποίες μπορεί νόμιμα να προβεί οποιοσδήποτε πολίτης. Οι διατάξεις του
άρθρου αυτού δεν θίγουν τις αρμοδιότητες των δικαστικών, αστυνομικών και
άλλων κρατικών αρχών ή υπηρεσιών στους τομείς αυτούς. Εξακολουθούν να
ισχύουν οι κείμενες διατάξεις, που προβλέπουν την άσκηση, από άλλες
επαγγελματικές τάξεις, δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
4. Τα Γραφεία Ιδιωτικών Ερευνών απαιτείται να κατέχουν ειδική άδεια
λειτουργίας. Το προσωπικό που εργάζεται σε αυτά απαιτείται να κατέχει ειδική
άδεια εργασίας. Για την έκδοση, ισχύ και ανανέωση των παραπάνω αδειών
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4, 6 και 7 του
άρθρου 2 και των παραγράφων 1, 5 και 6 του άρθρου 3 του νόμου αυτού26. Τα
πρόσωπα στο όνομα των οποίων έχει εκδοθεί η άδεια λειτουργίας δεν
απαιτείται να έχουν άδεια εργασίας.
26 Βλ. ανωτέρω.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
21
5. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 527 και του άρθρου 728 του νόμου
αυτού εφαρμόζονται αναλόγως για τα Γραφεία Ιδιωτικών Ερευνών.
6. Δεν χορηγείται άδεια λειτουργίας Γραφείων Ιδιωτικών Ερευνών ή άδεια
εργασίας σε αυτά σε πρόσωπα που:
α. Υπηρέτησαν στην Ελληνική Αστυνομία, το Λιμενικό Σώμα, την Εθνική
Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.), το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος
(Σ.Δ.Ο.Ε.), το Κέντρο Πληροφορικής του Υπουργείου Οικονομικών
(ΚΕ.Π.Υ.Ο.), τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.), την Εθνική
Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.) και τον Οργανισμό
Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (Ο.Τ.Ε.) με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, αν δεν
παρέλθει πενταετία από την έξοδο τους από την υπηρεσία ή το φορέα.
β. Εργάζονται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας σε τράπεζες ή χρηματιστηριακές
επιχειρήσεις ή σε ιδιωτικούς φορείς παροχής υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και
για μια πενταετία από τη διακοπή της εργασίας τους.
γ. Είναι σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού
των προσώπων που αναφέρονται στα εδάφια α’ και β’, για το διάστημα που τα
πρόσωπα αυτά υπηρετούν ή εργάζονται και για μια πενταετία από την έξοδο
αυτών από την υπηρεσία ή το φορέα.
7. Τα Γραφεία Ιδιωτικών Ερευνών υποχρεούνται:
α. Να φέρουν στην επωνυμία τους τη φράση “Γραφείο Ιδιωτικών Ερευνών” και
στα έγγραφά τους τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους.
β. Να μη χρησιμοποιούν στην επωνυμία, στα έγγραφα και κατά την άσκηση των
δραστηριοτήτων τους τον τίτλο “αστυνομικός” ή “ντετέκτιβ” και γενικά λέξεις ή
φράσεις ικανές να παραπλανήσουν το κοινό ότι αντιπροσωπεύουν δημόσια
αρχή και ιδιαίτερα αστυνομική.
γ. Να μην περιλαμβάνουν στη διαφήμιση της επιχείρησης τους στοιχεία ή
αναφορές για προηγούμενη υπηρεσία των μελών ή του προσωπικού τους στο
δημόσιο τομέα ή σε νομικό πρόσωπο, που εποπτεύεται από το Δημόσιο ή σε
φορείς παροχής υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών.
27 Βάσει του οποίου απαγορεύεται στους εκπροσώπους και στους υπαλλήλους των επιχειρήσεων αυτών η
οπλοφορία και η κατοχή όπλων και λοιπών αντικειμένων που προβλέπονται από το ν. 2168/1993, καθώς και η
κατοχή και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο χρησιμοποίηση φωτοβολίδων, βεγγαλικών, κροτίδων και λοιπών συναφών
αντικειμένων (που αναφέρονται στο Ν. 456/1976).
28 Ποινικές κυρώσεις για παραβάσεις του νόμου αυτού.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
22
δ. Να αντλούν τις πληροφορίες από δημόσια συμπεριφορά ή δραστηριότητα
προσώπων ή από οποιαδήποτε άλλη νόμιμη πηγή.
ε. Να μην παραβιάζουν την ιδιωτική ζωή ή άλλα ατομικά ή συλλογικά
δικαιώματα τρίτου, καθώς και οποιοδήποτε απόρρητο που προστατεύεται από
το νόμο.
στ. Να τηρούν εχεμύθεια ως προς τα ιδιωτικά απόρρητα που τους
εμπιστεύθηκαν ή που πληροφορήθηκαν κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων
τους.
ζ. Να μην παρακωλύουν, με οποιονδήποτε τρόπο, το έργο των αρμόδιων
διωκτικών αρχών και να αναφέρουν σε αυτές χωρίς χρονοτριβή ο,τιδήποτε
πληροφορούνται για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως.
η. Να μην αναλαμβάνουν ταυτοχρόνως υποθέσεις προσώπων, τα οποία έχουν
αντιτιθέμενα συμφέροντα και να απέχουν από κάθε αθέμιτη συναλλαγή με τα
ίδια πρόσωπα.
θ. Να μην ασκούν δραστηριότητες πέρα από αυτές που προβλέπονται στην
παράγραφο 1.
ι. Να γνωστοποιούν, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών, στο Αρχηγείο της
Ελληνικής Αστυνομίας κάθε μεταβολή των προϋποθέσεων που προβλέπονται
στο άρθρο 2 για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.
8. Το προσωπικό των Γραφείων Ιδιωτικών Ερευνών έχει τις υποχρεώσεις που
αναφέρονται στα εδάφια β’ έως και θ’ της προηγούμενης παραγράφου.
9. Εφόσον δεν τιμωρούνται βαρύτερα από άλλη διάταξη, τιμωρούνται:
α. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή
τουλάχιστον πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, όποιος λειτουργεί Γραφείο
Ιδιωτικών Ερευνών χωρίς την άδεια λειτουργίας ή αν η άδεια αυτή έχει
αφαιρεθεί ή ανακληθεί.
β. Με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον
τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, όποιος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που
αναφέρονται στις παραγράφους 7 και 8. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και
όποιος απασχολεί σε Γραφείο Ιδιωτικών Ερευνών προσωπικό που δεν κατέχει
άδεια εργασίας, καθώς και όποιος εργάζεται σε τέτοιο Γραφείο χωρίς την άδεια
αυτή.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
23
10. Οι άδειες που προβλέπονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού αφαιρούνται
από το όργανο που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση τους, αν τα πρόσωπα, στο
όνομα των οποίων χορηγήθηκαν, στερηθούν έστω και ένα από τα προσόντα που
απαιτούνται για τη χορήγηση τους. Αν τα πρόσωπα αυτά παραβούν υποχρέωση
που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου αυτού, οι άδειες αφαιρούνται για
χρονικό διάστημα από δύο έως έξι μήνες και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι
δώδεκα μήνες. Σε περίπτωση τρίτης παράβασης οι ανωτέρω άδειες αφαιρούνται
οριστικά. Αφαιρείται οριστικά με την πρώτη παράβαση η άδεια λειτουργίας του
Γραφείου Ιδιωτικών Ερευνών που απασχολεί πρόσωπα τα οποία υπηρετούν
στις Ένοπλες Δυνάμεις ή τα Σώματα Ασφαλείας ή άλλους φορείς του Δημοσίου.
Κατά των αποφάσεων αφαίρεσης των αδειών επιτρέπεται η άσκηση
ενδικοφανούς προσφυγής, για την οποία εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στην
παράγραφο 2 του άρθρου 9.
11. Οι άδειες λειτουργίας των Γραφείων Ιδιωτικών Ερευνών και οι άδειες
εργασίας του προσωπικού τους δεν υποκαθιστούν τις αντίστοιχες άδειες
λειτουργίας των Ιδιωτικών Επιχειρήσεων Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας και
τις άδειες εργασίας του προσωπικού τους και αντιστρόφως».
Θ. ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΣΕ ΓΡΑΦΕΙΑ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
37. Η συγκεκριμένη δραστηριότητα ρυθμίζεται από το Ν. 2518/1997 «Προϋποθέσεις
λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Προσόντα και
υποχρεώσεις του προσωπικού αυτών και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει.
38. Ως προς την ως άνω δραστηριότητα, το σχέδιο Π.Δ. αναφέρεται στο άρθρο 11 του
εν λόγω νόμου. Οι σχετικές διατάξεις του Ν. 2518/1997 αναφέρθηκαν
λεπτομερώς παραπάνω.
39. Με την ΥΑ101/2009 (ΥΑ 1016/109-149-α΄ΦΕΚ Β 1967 2009) καθορίζονται τα
απαιτούμενα δικαιολογητικά τα οποία ενδεικτικά είναι τα ακόλουθα:
i. Τα δικαιολογητικά i, iii και iv που αναφέρονται ανωτέρω στην περίπτωση Ζ
(Εργασία Προσωπικού Ασφαλείας Ιδιωτικών Επιχειρήσεων Παροχής
Υπηρεσιών Ασφαλείας)
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
24
ii. Υπεύθυνη δήλωση στην οποία ο ενδιαφερόμενος δηλώνει ότι δεν εμπίπτει
στις απαγορεύσεις των περιπτώσεων α, β και γ της παρ. 6 του άρθρου 11 του
Ν. 2518/1997.
IV AITHMA
40. Για το σύνολο των ανωτέρω επαγγελμάτων ζητείται ως άνω, όπως παραμείνει η
απαίτηση χορήγησης προηγούμενης διοικητικής άδειας, για τις εν αρχή επιμέρους
κατηγορίες επαγγελμάτων για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
41. Ως λόγοι δημοσίου συμφέροντος προβάλλονται στο σχετικό αίτημα-σημείωμα οι
ακόλουθοι:
α. η ανάγκη προστασίας των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου από την
παράνομη κατασκευή, διακίνηση, εμπορία και χρήση πυροβόλων όπλων
εκρηκτικών και συναφών ειδών ενόψει της φύσης και των ιδιαιτεροτήτων των
αντικειμένων που εμφανίζουν προφανείς κινδύνους για βασικά έννομα αγαθά
(ζωή, σωματική ακεραιότητα) αλλά και τη δημόσια ασφάλεια γενικότερα,
β. η υποχρέωση της χώρας για τον αυστηρό έλεγχο των εν λόγω δραστηριοτήτων
σύμφωνα με τις Οδηγίες 91/477/ΕΟΚ και 2008/51/ΕΚ οι οποίες
ενσωματώθηκαν στην εθνική έννομη τάξη με το Ν. 2168/1993 και το Ν.
3944/2011 αντιστοίχως,
γ. η διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών από τις
δραστηριότητες των ιδιωτικών εταιριών παροχής υπηρεσιών ασφαλείας και των
γραφείων ιδιωτικών ερευνών η οποία επιτυγχάνεται με τη θέσπιση αυστηρού
πλαισίου λειτουργίας και συστήματος διαρκούς ελέγχου ώστε να εξασφαλίζεται
η συνδρομή των προβλεπομένων στο νόμο προϋποθέσεων επαγγελματικής
ακεραιότητας και ικανότητας που πρέπει να διαθέτουν τα εμπλεκόμενα με τις
ως άνω δραστηριότητες πρόσωπα.
42. Προβάλλεται, επίσης, ότι η διατήρηση έκδοσης διοικητικής άδειας για την
άσκηση των ως άνω επαγγελμάτων συνάδει και με την αρχή της αναλογικότητας,
καθώς αποτελεί αναγκαίο και πρόσφορο μέσο για τη διασφάλιση της δημόσιας
και κρατικής ασφάλειας, εφόσον δεν υφίσταται άλλος τρόπος λιγότερο
παρεμβατικός και εξίσου αποτελεσματικός για τον προληπτικό και κατασταλτικό
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
25
έλεγχο των προσώπων που ενδιαφέρονται να ασκήσουν τις ως άνω
επαγγελματικές δραστηριότητες, χωρίς παράλληλα να θίγεται το δικαίωμα της
επαγγελματικής τους ελευθερίας.
V. ΕΚΤΙΜΗΣΗ
43. To άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3919/2011 ορίζει ότι:
«Η απαίτηση προηγούμενης διοικητικής άδειας για την άσκηση επαγγέλματος (…),
όταν η χορήγηση της άδειας αυτής συναρτάται προς την, αντικειμενικώς
διαπιστούμενη κατά δεσμία αρμοδιότητα, συνδρομή νόμιμων προϋποθέσεων, παύει
να ισχύει (…)». Εν συνεχεία εξετάζεται εάν η κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα της
επαγγελματικής ελευθερίας διατήρηση της απαίτησης για έκδοση προηγούμενης
διοικητικής άδειας για τα ανωτέρω επαγγέλματα συνάδει με τις αρχές του
δικαίου του ανταγωνισμού, δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου
συμφέροντος και είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας (πρβλ.
προϋποθέσεις του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3919/2011). Λαμβάνεται υπόψη ότι οι
εθνικές ρυθμίσεις που περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία εν ευρεία εννοία
ελέγχονται βάσει του συνόλου των διατάξεων της Συνθήκης για τη Λειτουργία
της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) που αφορούν το δικαίωμα στην ελεύθερη
παροχή υπηρεσιών (άρθρο 56 ΣΛΕΕ – πρώην 49 ΣΕΚ), το δικαίωμα ελεύθερης
εγκατάστασης (άρθρο 49 ΣΛΕΕ – πρώην 43 ΣΕΚ), και την ελεύθερη κυκλοφορία
των εργαζομένων (άρθρο 45 ΣΛΕΕ – πρώην 39 ΣΕΚ), δηλαδή την ελεύθερη
κυκλοφορία των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων29. Από τη
νομολογία του ΔΕΚ (νυν Δικαστηρίου ΕΕ) προκύπτει ότι τα εθνικά μέτρα που
ενδέχεται να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση
των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζονται με τη Συνθήκη πρέπει να
πληρούν τέσσερις προϋποθέσεις: να εφαρμόζονται κατά τρόπο μη
δημιουργούντα διακρίσεις, να δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού
συμφέροντος, να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού
και να μην είναι δεσμευτικά πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την
29 Βλ. Ζιάμο εις Σκουρή, Ερμηνεία Συνθηκών, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2003, σ. 572.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
26
επίτευξη του σκοπού αυτού30. Επίσης, η αρχή του κράτους προέλευσης ισχύει
και στον τομέα των υπηρεσιών31.
V.1. Εξυπηρέτηση επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος
44. Για τα επαγγέλματα:
Α. Εμπορία περιστρόφων, πιστολιών, όπλων σκοποβολής και των λοιπών ειδών
του άρθρου 6 του Ν. 2168/1993, όπως ισχύει,
Β. Παρασκευή εκρηκτικών υλών, κατασκευή, μετασκευή, συναρμολόγηση,
επεξεργασία η επισκευή πυροβόλων όπλων και λοιπών ειδών του άρθρου 5 παρ. 1
Ν. 2168/1993 καθώς και γόμωση η αναγόμωση φυσιγγίων πυροβόλων όπλων
πλην κυνηγετικών,
Γ. Γόμωση φυσιγγίων κυνηγετικών όπλων για εμπορία σύμφωνα με το άρθρο 5
παρ. 3 Ν. 2168/1993, όπως ισχύει,
Δ. Εμπορία ειδών πυροτεχνίας και συσκευών εκτόξευσης φωτοβολίδων των
άρθρων 4 παρ. 1 και 5α παρ. 2 του Ν. 456/1976, όπως ισχύει,
Ε. Κατασκευή ειδών πυροτεχνίας και συσκευών εκτόξευσης φωτοβολίδων των
άρθρων 3 και 5α παρ. 2 του Ν. 456/1976,
ο προβαλλόμενος λόγος για τη διατήρηση της έκδοσης προηγούμενης διοικητικής
άδειας και, ιδίως, η ανάγκη προστασίας των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου
από την παράνομη κατασκευή, διακίνηση, εμπορία και χρήση πυροβόλων όπλων,
εκρηκτικών και συναφών ειδών, ενόψει της φύσης και των ιδιαιτεροτήτων των
αντικειμένων αυτών που εμφανίζουν προφανείς κινδύνους για βασικά έννομα
αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα) αλλά και για τη δημόσια ασφάλεια
γενικότερα, συνιστά, πράγματι, επιτακτικό και υπέρτερο λόγο δημόσιου
συμφέροντος που δικαιολογεί τη διατήρηση της συγκεκριμένης προηγούμενης
διοικητικής άδειας.
30 Απόφαση ΔΕΚ της 30.11.1995, Gebhard κατά Consiglio dell’Ordine degli Avvocati e Procuratori di Milano,
Συλλ. I-04165, σκ. 37 με παραπομπή στην απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, C-19/92, Kraus, Συλλογή 1993, σ. Ι-
1663, σκέψη 32.
31 Βλ. Ζιάμο εις Σκουρή, Ερμηνεία Συνθηκών, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2003, σ. 576 με παραπομπή
στην απόφαση C-3/95 (Broede).
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
27
45. Το ανωτέρω συμπέρασμα προκύπτει από τη στάθμιση μεταξύ του δημόσιου
συμφέροντος από την πλήρη απελευθέρωση των επαγγελμάτων και τη
συνεπαγόμενη προώθηση του ανταγωνισμού, αφενός, και, αφετέρου, της
επιτακτικής ανάγκης πλαισίωσης της εν λόγω ελευθερίας από ορισμένες
εγγυήσεις ασφαλείας, προσαρμοσμένες στη συγκεκριμένη ευαίσθητη κατηγορία,
εκ φύσεως επικίνδυνων προϊόντων. Η στάθμιση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι
εν προκειμένω υπερτερούν οι προαναφερθέντες λόγοι δημόσιας τάξης και
ασφάλειας και δικαιολογούν τις ως άνω απαραίτητες προϋποθέσεις
προηγούμενης διοικητικής άδειας και του συνεπαγόμενου ελέγχου που αυτές
καθιστούν εφικτό. Λόγω του ειδικού χαρακτήρα των ως άνω δραστηριοτήτων,
είναι αναγκαίο το κράτος να τις ελέγχει αυστηρά, ιδίως προκειμένου να
επαληθεύονται η επαγγελματική ακεραιότητα και ικανότητα των επαγγελματιών
που τις ασκούν32.
46. Για τα επαγγέλματα:
ΣΤ. Λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας (άρθρο 2
του Ν. 2518/1997, όπως ισχύει),
Ζ. Εργασία προσωπικού ασφαλείας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών
ασφαλείας (άρθρο 3 του Ν. 2518/1997 όπως ισχύει),
Η. Λειτουργία γραφείων ιδιωτικών ερευνών (άρθρο 11 του Ν. 2518/1997, όπως
ισχύει),
Θ. Εργασία προσωπικού σε γραφεία ιδιωτικών ερευνών (άρθρο 11 του Ν.
2518/1997, όπως ισχύει).
ο προβαλλόμενος λόγος για τη διατήρηση της έκδοσης προηγούμενης διοικητικής
άδειας έγκειται στη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των
πολιτών από τις δραστηριότητες των ιδιωτικών εταιριών παροχής υπηρεσιών
ασφαλείας και των γραφείων ιδιωτικών ερευνών, η οποία επιτυγχάνεται με τη
θέσπιση αυστηρού πλαισίου λειτουργίας και συστήματος διαρκούς ελέγχου, ώστε
να εξασφαλίζεται η συνδρομή των προβλεπόμενων στο νόμο προϋποθέσεων
επαγγελματικής ακεραιότητας και ικανότητας που πρέπει να διαθέτουν τα
32 Πρβλ. Οδηγία 2008/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008 , για την
τροποποίηση της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής
όπλων, ΕΕ L 179 της 08/07/2008 σ. 5 – 11, Προοίμιο, παρ. 12.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
28
εμπλεκόμενα με τις ως άνω δραστηριότητες πρόσωπα. Ο λόγος αυτός συνιστά
όντως επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος.
47. Με βάση στάθμιση αντίστοιχη με αυτή που έλαβε χώρα ανωτέρω, μεταξύ του
δημόσιου συμφέροντος του ανταγωνισμού και της επιτακτικής ανάγκης
πλαισίωσης της εν λόγω ελευθερίας από ορισμένες εγγυήσεις ασφαλείας,
προσαρμοσμένες στη συγκεκριμένη ευαίσθητη κατηγορία, συμπεραίνεται ότι εν
προκειμένω υπερτερούν οι προαναφερθέντες λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας
και δικαιολογούν τις ως άνω απαραίτητες προϋποθέσεις και απαιτήσεις
προηγούμενης διοικητικής άδειας και του συνεπαγόμενου ελέγχου που αυτές
καθιστούν εφικτό.
V.2. Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας
48. Το αίτημα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη αφορά σε απαιτήσεις
προηγούμενης διοικητικής άδειας. Οι τελευταίες δεν φαίνεται να υποκρύπτουν
περιορισμούς στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων όπως για παράδειγμα
κεκαλυμμένη εισαγωγή numerous clausus, έλεγχος σκοπιμότητας – εκτίμηση της
διοικητικής αρχής για ύπαρξη πραγματικής ανάγκης για την άσκηση του
επαγγέλματος, περιορισμοί στην εγκατάσταση (πέραν ορισμένων προϋποθέσεων
ασφαλείας – δημόσιας τάξης), γεωγραφικοί περιορισμοί ή κατώτατες τιμές.
Ωστόσο, παρότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού καλείται να γνωμοδοτήσει επί της
γενικής απαίτησης διοικητικής άδειας, και δεν υπεισέρχεται σε κρίση ως προς τα
επιμέρους απαιτούμενα δικαιολογητικά και διαδικασίες (λ.χ. χρόνος ισχύος των
αδειών και των πιστοποιητικών, διαδικασίες χορήγησης, ανανέωσης, και
αφαίρεσης / ανάκλησης αυτών) που ορίζονται εκάστοτε με Υπουργική Απόφαση,
πρέπει να επισημανθεί, ότι αυτά μπορεί να υπερβαίνουν το ελάχιστο μέτρο που
απαιτείται για τη διασφάλιση των επιδιωκόμενων ως άνω έννομων αγαθών και
είναι σκόπιμο να απλοποιηθούν και εκσυγχρονισθούν. Ιδίως, δικαιολογητικά
όπως επικυρωμένο αντίγραφο του εκλογικού βιβλιαρίου από το οποίο να
προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος άσκησε το εκλογικό του δικαίωμα στις
τελευταίες βουλευτικές εκλογές ή αντίγραφο βεβαίωσης ότι δικαιολογημένα δεν
άσκησε το δικαίωμα αυτό, καθώς και απαίτηση για ενσημοχαρτόσημα φαίνεται
είτε ότι είναι απηρχαιωμένα, είτε ότι υπερβαίνουν τις προϋποθέσεις συνάφειας
και εύλογου μέτρου που απαιτούνται για τη διατήρησή τους. Ιδιαιτέρως, πρέπει,
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
29
να μεριμνάται ούτως ώστε οι εν λόγω διατυπώσεις να μην οδηγούν σε διακρίσεις
βάσει ιθαγένειας. Επί παραδείγματι, σε σχέση με την απαίτηση προσκόμισης
ποινικού μητρώου, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που δεν παρακωλύει
ειδικότερα την εισδοχή υπηκόων από άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης
στο επάγγελμα, δεν πρέπει, δηλαδή, να συνιστά κεκαλυμμένη διάκριση. Οι
υπέρμετρες γραφειοκρατικές διατυπώσεις συνεπάγονται αυξημένο κόστος για το
κράτος και τους πολίτες, ενώ, επίσης υπονομεύουν το δικαίωμα στην
επαγγελματική και οικονομική ελευθερία.
49. Η αρχή της αναλογικότητας είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη (άρθρο 25 § 1 Σ
και ΕΣΔΑ). Η εν λόγω αρχή διέπει την πρόσφατη νομολογία των Δικαστηρίων
(εθνικών και ευρωπαϊκών, Ακυρωτικών και ουσίας), καθώς και των ανεξάρτητων
αρχών, και έχει ιδιαίτερη σημασία στο σύστημα προστασίας των θεμελιωδών
δικαιωμάτων. Θέτει τα ακραία όρια ως προς τους νομοθετικούς περιορισμούς των
συνταγματικών θεμελιωδών δικαιωμάτων και επιτάσσει ότι μεταξύ του νόμιμου
σκοπού που επιδιώκει ένας περιορισμός του δικαιώματος και του συγκεκριμένου
περιορισμού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση33. Σύμφωνα με την Ολ. ΑΠ
6/2011: «… κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως τούτο ισχύει μετά
την αντικατάσταση του κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος 1975 με το από
6/17 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, “Τα δικαιώματα
του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του
κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την προστασία του κράτους. Όλα τα
κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και
αποτελεσματική άσκηση τους. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το
Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε
απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ
αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Από τη διάταξη αυτή
προκύπτει, ότι αποδέκτης της επιταγής για σεβασμό της αρχής της
αναλογικότητας είναι ο κοινός νομοθέτης, που θεσπίζει περιορισμό ατομικών
δικαιωμάτων σύμφωνα με συνταγματική επιφύλαξη υπέρ του νόμου, την οποία
33 Πρβλ. Γ. Βασιλακάκη, Η αρχή της αναλογικότητας. O αναιρετικός έλεγχος της εφαρμογής της από τον Άρειο
Πάγο επί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, εκδ. Σάκκουλα, Ιούλ. – Αύγ. 2008, τεύχος 50 με
παραπομπή σε Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, τ. Α, σελ. 176 επόμ., του ιδίου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η
έκδοση, σελ. 184, Στ. Ματθία, ΕλλΔνη 2006. 2.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
30
και υλοποιεί, όχι δε και ο δικαστής, ο οποίος, απλώς οφείλει να ελέγχει, αν η αρχή
αυτή έχει τηρηθεί και, σε αρνητική περίπτωση, να αρνείται την εφαρμογή του
νόμου ως αντισυνταγματικού. Η εν λόγω αρχή, η οποία κατατείνει στην
εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και
κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και πολίτη, παραβιάζεται όταν η
συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι α) πρόσφορη για την επίτευξη του
σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω
σκοπού, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα
ανώδυνο η ηπιότερο μέσο, και γ) αναλογική εν στενή εννοία, δηλαδή να τελεί σε
εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη
ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που
προκαλείται (Ολ.ΑΠ 6/2009, 27/2008)»34. Δηλαδή, σύμφωνα με την αρχής της
αναλογικότητας έλεγχεται α) η καταλληλότητα του περιορισμού να επιφέρει το
επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, β) ο αναγκαίος χαρακτήρας του (εάν είναι ο λιγότερο
επαχθής για τον θιγόμενο αποδέκτη του μέτρου) γ) η συνάφεια και εύλογη σχέση
μεταξύ του μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού (δεν πρέπει να συνεπάγεται
περισσότερα μειονεκτήματα για τα δικαιώματα του πολίτη, παρά πλεονεκτήματα
για τα συνταγματικά συμφέροντα, στην προστασία των οποίων αποβλέπει). Με
την απόφαση 45/2005 Ολ. ΑΠ κρίθηκε ότι όλα τα μέσα ασκήσεως της κρατικής
εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να
πληρούν τα τρία κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας35.
50. Ενόψει της σπουδαιότητας των διακυβευομένων αγαθών, αλλά και εκτιμώντας
την ένταση της κρατικής παρέμβασης, συνάγεται ότι η διατήρηση έκδοσης
διοικητικής άδειας για την άσκηση των ως άνω επαγγελμάτων συνάδει με την
αρχή της αναλογικότητας, καθώς αποτελεί αναγκαίο και πρόσφορο μέσο για τη
διασφάλιση της δημόσιας και κρατικής ασφάλειας και τάξης (επιτακτικός λόγος
34 Βλ. και ΣτΕ (Ολ) 990/2004: «12. Επειδή, η αρχή της αναλογικότητας, απορρέουσα από την έννοια και τους
θεσμούς του κράτους δικαίου, καθιερώνεται ήδη ρητώς από το Σύνταγμα (άρθρ. 25 παρ. 1) και συγκαταλέγεται,
κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μεταξύ των γενικών αρχών του
κοινοτικού δικαίου. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι επιβαλλόμενοι από τον κοινό νομοθέτη και τη διοίκηση
περιορισμοί εις την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι μόνον οι αναγκαίοι και να συνάπτονται
προς τον υπό του νόμου επιδιωκόμενο σκοπό. ΄Ενα μέτρο που προβλέπεται από διάταξη νόμου ως κύρωση για
παράβαση διατάξεως, τότε μόνο αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητος, όταν από το είδος του ή τη φύση του είναι
προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου τελούν
σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό». Βλ. επίσης μειοψηφία.
35 Ibid.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
31
δημόσιου συμφέροντος), ενώ επίσης δεν υφίσταται άλλος τρόπος λιγότερο
παρεμβατικός και εξίσου αποτελεσματικός για τον προληπτικό έλεγχο των
προσώπων που ενδιαφέρονται να ασκήσουν τις ως άνω επαγγελματικές
δραστηριότητες, χωρίς παράλληλα να θίγεται το δικαίωμα της επαγγελματικής
τους ελευθερίας. Οι υπό εξέταση απαιτήσεις τελούν σε εύλογη αναλογία προς τη
σπουδαιότητα αυτών εξ επόψεως εντάσεως επέμβασης στη σφαίρα της
οικονομικής ελευθερίας. Πράγματι, οι υπό εξέταση περιορισμοί, με τις
συμπληρώσεις και προσαρμογές που προαναφέρθηκαν είναι εκ φύσεως
πρόσφοροι και κατάλληλοι να επιφέρουν το επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό της
προστασίας της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Επίσης είναι αναγκαίοι, δηλαδή
δεν είναι επαχθέστεροι (εξ απόψεως έντασης και διάρκειας) από το αναγκαίο για
την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος μέτρο, αλλά συνεπάγεται τα
λιγότερα δυνατά μειονεκτήματα για τους αποδέκτες του μέτρου: οι τελευταίοι,
εφόσον συγκεντρώσουν τις προαναφερθείσες ελάχιστες προϋποθέσεις που
κατοχυρώνουν κατά το δυνατόν την επαγγελματική ακεραιότητα και ικανότητα
των επαγγελματιών των ευαίσθητων αυτών κατηγοριών, μπορούν απρόσκοπτα να
δραστηριοποιηθούν χωρίς υπέρμετρη παρέμβαση στην επαγγελματική τους
ελευθερία. Εξάλλου, είναι stricto sensu αναλογικοί και χαρακτηρίζονται από
συνάφεια του μέσου προς το σκοπό. Μεταξύ του μέτρου και του επιδιωκόμενου
σκοπού υφίσταται όντως μία εύλογη σχέση. Οι συνεπαγόμενοι περιορισμοί δεν
συνεπάγονται τόσα μειονεκτήματα ώστε να υπερσκελίζονται τα σημαντικά
πλεονεκτήματα δημόσιας τάξης και ασφάλειας, δηλαδή για τα έννομα
συμφέροντα, στην προστασία των οποίων αποβλέπει.
51. Υπενθυμίζεται βεβαίως ότι όλοι οι περιορισμοί των οποίων προτείνεται η κατ’
εξαίρεση διατήρηση πρέπει να ερμηνεύονται στενά και κατά τρόπο μη
δημιουργούντα διακρίσεις βάσει ιθαγένειας.
ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
32
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η Επιτροπή θεωρεί ότι στην περίπτωση των ως άνω αιτημάτων του Υπουργείου
Προστασίας του Πολίτη, ευλόγως συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι –υπέρτερου-
δημοσίου συμφέροντος, και κυρίως της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, για τη
διατήρηση των απαιτήσεων προηγούμενης διοικητικής άδειας, με την επιφύλαξη των
ανωτέρω επισημάνσεων, καθώς και ότι οι τελευταίες εκπληρώνουν τα κριτήρια της
αρχής της αναλογικότητας, συνιστούν πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την
εξυπηρέτηση των επιδιωκόμενων επιτακτικών λόγων δημόσιου συμφέροντος, και
τελούν σε εύλογη αναλογία προς τη σπουδαιότητα αυτών εξ επόψεως εντάσεως
επέμβασης στη σφαίρα της οικονομικής ελευθερίας και ότι εντεύθεν συντρέχουν οι
προϋποθέσεις ουσίας για τη θέσπιση εξαίρεσης σύμφωνα με τα κριτήρια του ν.
3919/2011 και σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Η Γνωμοδότηση εκδόθηκε την 12η Ιανουαρίου 2012.
Η Γνωμοδότηση να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το
άρθρο 26 παρ. 6 του ισχύοντος Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της
Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ Β΄1890/29.12.2006).
Ο Πρόεδρος και Συντάκτης της Απόφασης
Δημήτριος Κυριτσάκης
Η Γραμματέας
Ευαγγελία Ρουμπή